μικρότερος

From LSJ
Revision as of 14:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ μικρότερος, -η, -ον)
μικρός
συγκριτ. του μικρός
μσν.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.μικρότερος και ἡ μικρότερη
μαθητευόμενος, βοηθός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μικρότεροι
η κατηγορία τών κατώτερων αξιωματικών στο Βυζάντιο, όπως ήταν λ.χ. οι εκατόνταρχοι, οι ίλαρχοι, οι ταγματάρχες και οι μοιράρχες.