Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
η (ΑΜ μοιχαλίς, -ίδος)
έγγαμη γυναίκα που διαπράττει μοιχεία, που απατά τον άνδρα της
νεοελλ.
πόρνη
μσν.-αρχ.
ως επίθ. διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῑ», ΚΔ)