μοιχαλίδα

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ μοιχαλίς, -ίδος)
έγγαμη γυναίκα που διαπράττει μοιχεία, που απατά τον άνδρα της
νεοελλ.
πόρνη
μσν.-αρχ.
ως επίθ. διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ», ΚΔ)