λευκοπάρειος

Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A faircheeked, ib.5.159 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 34] weißwangig, Mel. 83 V, 160).

Greek (Liddell-Scott)

λευκοπάρειος: Ἰων. ῃος, ον, ἔχων λευκάς, ὡραίας παρειάς, Ἀνθ. Π. 5. 160, Συλλ. Ἐπιγρ. 8749. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux joues blanches.
Étymologie: λευκός, παρειά.

Greek Monolingual

-ο (Α λευκοπάρειος, ιων. τ. λευκοπάρῃος, -ον)
αυτός που έχει λευκά, ωραία μάγουλα.

Greek Monotonic

λευκοπάρειος: [ᾰ], Ιων. λευκοπάρῃος, -ον (παρειά), αυτός που έχει λευκά, ωραία μάγουλα, σε Ανθ.