παρειά

From LSJ

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰρειά Medium diacritics: παρειά Low diacritics: παρειά Capitals: ΠΑΡΕΙΑ
Transliteration A: pareiá Transliteration B: pareia Transliteration C: pareia Beta Code: pareia/

English (LSJ)

ἡ, Hom.(v. infr.), IG22.1421.124, 1455.11, etc.; but παρεά ib.1425.246; Aeol. παραύα (q.v.); Dor. *παρᾱά (implied in εὐπάραος); Old Ion. *παρηή (implied in καλλιπάρηος, μιλτοπάρηος, and the adjectival παρή-ιον):—
A cheek, used by Hom. always in plural (sg. being supplied by the Ion. παρήϊον), Il.3.35,al.; of an eagle, Od.2.153: also Trag., in plural, S.Ant.783 (lyr.): in sg., A.Pr.401 (lyr.), S.Ant.1239, E.Tr.280 (lyr.): rare in Prose, as Pl.Plt. 270e, X.Cyr.6.4.3 (pl.).
II cheekpiece of a helmet, h.Hom.31.11 (s.v.l.), IG22.1421.124, 1455.11,al.
2 = τῆς πρῴρας τὰ ἑκατέρωθεν Poll.1.89.
3 γῆς παρειά earth-flush, = ἀνεμώνη ἡ φοινικῆ, cj. in Ps.-Dsc.2.176. (Perh. fr. παρά, οὖς, lit. beside the ear.)

German (Pape)

[Seite 511] ἡ (vgl. παρήϊον, παρηΐς, von παρά), die Wange oder Backe; im plur., Od. 8, 530; ὦχρός τέ μιν εἷλε παρειάς, Il. 3, 35; δρυψαμένω δ' ὀνύχεσσι παρειάς, Od. 2, 153; παρειὰν νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς, Aesch. Prom. 399; Suppl. 67; Soph. Ant. 779. 1224; Eur. Troad. 270; einzeln in Prosa, Plat. Polit. 270 e; ἐλείβετο δὲ αὐτῇ τὰ δάκρυα κατὰ τῶν παρειῶν, Xen. Cyr. 6, 4, 3; Sp. – Die Backenstücke am Helm, H. h. 31, 11. – Auch die Seiten des Schiffes, VLL. (vgl. μιλτοπαρήϊος). – Der dat. plur. παρειάσιν bei Ap. Rh. 4, 172 ist f. L. – Einen acc. plur. παρειά nahm Aristarch. Il. 3, 35 an.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
la joue.
Étymologie: παρά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρειά -ᾶς, ἡ, Aeol. παραύα [παρά, οὖς] wang, meestal plur.

Russian (Dvoretsky)

πᾰρειά: ᾶς ἡ
1 щека, ланита Hom., Aesch. etc.;
2 щека шлема, нащечник HH.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και παρεά και αιολ. τ. παραύα
1. το μέρος του προσώπου μεταξύ κροτάφου, ματιού, μύτης, στόματος, σαγονιού και αφτιού, το μάγουλο
2. ναυτ. η μάσκα του πλοίου
αρχ.
1. τα πλάγια της περικεφαλαίας που καλύπτουν τα αφτιά και τα πλάγια του κεφαλιού
2. πλευρό, τοίχωμα αγγείου ή σκεύους («αἱ παρειαὶ τοῦ ποτηρίου»
3. φρ. «γῆς παρειά» — το φυτό ανεμώνη η φοινικόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παρειά «μάγουλο», που χρησιμοποιείται συνήθως στον πληθυντικό παρειαί, είχε θεωρηθεί για μεγάλο διάστημα συνθ. με α' συνθετικό την πρόθεση παρά και β' συνθετικό τη λ. οὖς «αφτί», παρά τις φωνητικές δυσχέρειες που προκύπτουν αναφορικά προς τον φωνηεντισμό τών δύο λέξεων (βλ. λ. οὖς, παρῶας, παρούας). Κατά την επικρατέστερη άποψη, αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ο τ. parāwā, στον οποίο οδηγούν τα συνθ. σε -πάρηος / πάρᾱος (πρβλ. καλλιπάρηος, χαλκοπάραος), ο αιολ. τ. παραῦα και ο μυκην. τ. parawa-jo = παρaFαιω (παρ. σε -αῖος). Δυσερμήνευτη, ωστόσο, παραμένει η μορφή παρειαί, που απαντά τόσο στον Όμηρο όσο και στην ιων.-αττ. διάλεκτο και που πολλοί έχουν αποδώσει σε ομηρική διευθέτηση του -η- πριν από φωνήεν (παρηαὶ > παρεαί > παρειαί ή, καλύτερα, παρ-ᾱυσ-α > παρ-ᾱυσ-ιᾱ > παρᾱfιᾱ > παρειά)].

Greek Monotonic

πᾰρειά: ἡ, μάγουλο, κυρίως στον πληθ. (το παρήιον χρησιμ. από τον Όμηρ. στον ενικ.), σε Όμηρ., Τραγ. (πιθ. από παρά, που κυριολεκτικά είναι ή όψη του προσώπου).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰρειά: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς τὸ «μάγουλον», ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὡς ἐν Ἰλ. Γ. 35, Ὀδ. Β. 153· (ἐπὶ δὲ τοῦ ἑνικ. παραλαμβάνεται τὸ Ἰωνικ. παρήιον)· ἐπὶ ἀετοῦ, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἡ ἀνώμαλος δοτ. παρειάσιν ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 172 πιθανῶς διορθωτέα εἰς παρηίσιν· -ἡ λέξις εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει παρὰ Τραγ., ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Ἀντ. 783· ἐν τῷ ἑνικ., Αἰσχύλ. Πρ. 400, Σοφ. Ἀντ. 1239, Εὐρ. Τρῳ. 280· σπάνιον παρὰ πεζολόγοις, ὡς Πλάτ. Πολιτικ. 270Ε, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 3 (ἐν τῷ πληθ.). ΙΙ. τὸ ἐπὶ τῆς παρειᾶς μέρος περικεφαλαίας, Ἕρμανν. εἰς Ὁμ. Ὕμν. 31. 11· πρβλ. μέτωπον ἐν Ἰλ. Π. 70. 2) ἐν τῷ πληθ., ἡ πρῷρα πλοίου (πρβλ. μιλτοπάρῃος), Πολυδ. Α΄ 89. (Πιθανῶς ἐκ τῆς προθ. παρά, ὥστε κατὰ λέξιν = τὰ πλάγια τοῦ προσώπου).

Middle Liddell

πᾰρειά, ἡ,
the cheek, mostly in plural, (παρήιον being used by Hom. for sg.), Hom., Trag. [Prob. from παρά, being literally the side of the face.]

Mantoulidis Etymological

(=μάγουλο). Ἀπό τήν πρόθεση παρά, δηλ. παρειά (=τά πλάγια τοῦ προσώπου), μέ πιθ. β´ σύνθ. τό οὖς.