Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
-έωμάχομαι με τη λόγχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -μαχῶ(< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ-μαχώ, ξιφο-μαχώ].