μασχαλιαίος
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μασχαλιαῖος, -αία, -ον) μασχάλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στη μασχάλη (α. «μασχαλιαία αρτηρία» β. «μασχαλιαία λεμφογάγγλια»)
αρχ.
φρ. «μασχαλιαία πλίνθος» — κόσμημα κίονα ή, κατ' άλλους, γωνιαίος λίθος.