μελισσαίος

From LSJ
Revision as of 12:55, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446

Greek Monolingual

μελισσαῖος, -α, -ον (Α) μέλισσα
1. αυτός που αποτελείται από μέλισσες ή που αφορά στις μέλισσες («μελισσαῖος οὐλαμός», Νίκ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελισσαῑον
μελισσοκομείο, μελισσοτροφείο.