μελισσοκομείο

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

το (ΑM μελισσοκομεῖον) μελισσοκόμος
μελισσοκομική μονάδα, τόπος στον οποίο γίνεται συστηματική εκτροφή μελισσών σε κυψέλες, μελισσοτροφείο, μελισσουργείο, μελισσώνας, μελισσοτόπι.