μελισσοκομείο
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek Monolingual
το (ΑM μελισσοκομεῖον) μελισσοκόμος
μελισσοκομική μονάδα, τόπος στον οποίο γίνεται συστηματική εκτροφή μελισσών σε κυψέλες, μελισσοτροφείο, μελισσουργείο, μελισσώνας, μελισσοτόπι.