ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
μοσχάρα και μουσκάρα, ἡ (Μ)μεγάλο θηλυκό μοσχάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάριον + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. κοιλ-άρα, μουλ-άρα)].