δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
μολυβδῑτις, -ίτιδος), η μόλυβδος«μολυβδῖτις» (ενν. άμμος)είδος άμμου από την οποία λαμβάνεται ο λιθάργυρος.