μικκύλος

Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ῠ], Dim. of μικρός, Mosch.1.13.

German (Pape)

[Seite 183] dim. zu μικκός, dor., Mosch. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μικκύλος: [ῠ], ὑποκορ. τοῦ μικρός, Μόσχ. 1. 13.

Greek Monolingual

μικκύλος, -ον (Α)
υποκορ. του μικρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικκός + υποκορ. κατάλ. -ύλος, πρβλ. ερωτ-ύλος].

Greek Monotonic

μικκύλος: [ῠ], υποκορ. του μικρός, σε Μόσχ.