μικκύλος
English (LSJ)
[ῠ], Dim. of μικρός, Mosch.1.13.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μικκύλος: [ῠ], ὑποκορ. τοῦ μικρός, Μόσχ. 1. 13.
Greek Monolingual
μικκύλος, -ον (Α)
υποκορ. του μικρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικκός + υποκορ. κατάλ. -ύλος, πρβλ. ερωτ-ύλος].
Greek Monotonic
μικκύλος: [ῠ], υποκορ. του μικρός, σε Μόσχ.