ξαντός

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ξαίνω
1. ξασμένος, λαναρισμένος
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ξαντός, το ξαντό
α) κομμάτια ή νήματα από παλιό λινό ύφασμα τα οποία χρησιμοποιούνται για επίδεση τραυμάτων αντί για γάζα
β) κουρέλια
3. (το ουδ.) είδος χοντρού υφάσματος που παράγεται από χοντρές συνεστραμμένες ίνες.