ναυηγός

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek (Liddell-Scott)

ναυηγός: ναυηγέω, ναυηγία, κτλ., Ἰων. ἀντὶ ναυαγ-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ναυαγός.

Greek Monolingual

ναυηγός, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. ναυαγός.

Greek Monotonic

ναυηγός: ναυηγέω, ναυηγία κ.λπ., Ιων. αντί ναυαγ-.