Νεαπολίτης
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
Νεαπολίτης, ὁ (Α) Νεάπολις
ο κάτοικος της Νεάπολης.
German (Pape)
[ᾱ], ὁ, Neustädter, Bewohner von Neapolis, Sp.