οξύρρινος

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀξύρρινος, -ον)
αυτός που έχει αιχμηρή και λεπτή μύτη
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρινος
ζωολ. γένος σελαχίων της οικογένειας ιχθύων λαμνίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. πλατύ-ρρινος].