μύτη

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek (Liddell-Scott)

μύτη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ῥίς, Πτωχοπρόδρ. Β΄, 52.

Greek Monolingual

η (Μ μύτη και μούτη και μούττη)
1. η μεταξύ του μετώπου και του στόματος προεξοχή του προσώπου ανθρώπου η οποία χρησιμεύει ως όργανο όσφρησης, ρίνα
2. (για ζώα) το ρύγχος
3. (για πτηνά) το ράμφος
4. το οξύ άκρο οποιουδήποτε πράγματος, η αιχμή, η ακίδα (α. «η μύτη της βελόνας» β. «η μύτη του ακρωτηρίου» γ. «η μύτη του παπουτσιού»)
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι μύτες
οι ρώθωνες («άνοιξαν οι μύτες μου»)
2. η όσφρηση («έχει γερή μύτη»)
3. φρ. α) «έχει ψηλή μύτη» ή «έχει μεγάλη μύτη» ή «έχει μύτη» — είναι ψηλομύτης, είναι περήφανος
β) «δεν βλέπει ώς την μύτη του» ή «δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του» δεν έχει την ικανότητα να βλέπει τις απώτερες αιτίες τών γεγονότων ή να προβλέπει τα αποτελέσματά τους, είναι στενοκέφαλος
γ) «τον τραβάει (ή τον σέρνει) από τη μύτη» — τον κάνει ό,τι θέλει, του έχει επιβληθεί
δ) «χώνει παντού τη μύτη του» — αναμιγνύεται σε πολλές ή ξένες υποθέσεις
ε) «μού βγήκε από τη μύτη» — πλήρωσα μια μικρή χαρά πολύ ακριβά
στ) «τον τρώει η μύτη του» — πάει γυρεύοντας για να φάει ξύλο
ζ) «περπατώ στις μύτες» — βαδίζω ακροποδητί
η) «τρέχει (ή στάζει) η μύτη του» — έχει καταρροή ή έχει ματώσει η μύτη του
θ) «δεν μάτωσε ούτε μύτη» — λέγεται για αναίμακτη συμπλοκή
ι) «μπαίνω στη μύτη κάποιου» — ενοχλώ κάποιον
4. παροιμ. «η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τή σηκώσει» — είναι φαντασμένος, εγωκεντρικός, ψωροπερήφανος
μσν.
φρ. α) «εἶμαι εἰς τὴν μούττην κάποιου» — αντιμετωπίζω κάποιον, έχω συνάφεια, δοσοληψίες με κάποιον
β) «πολεμῶ κάποιου μοῦττες» — πιέζω κάποιον για κάτι προβάλλοντας επιχειρήματα ή εγείροντας αξιώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη η λ. σχηματίστηκε από το αρχ. μύτις. Ο Αριστοτέλης μάλιστα αναφέρει ότι αρχικά μύτις ονομαζόταν το μέρος εκείνο του σώματος τών θαλάσσιων ζώων και ειδικότερα της σουπιάς, το οποίο αναλογούσε ή θεωρούνταν ότι αναλογούσε με την ανθρώπινη ρίνα ή τον μυκτήρα. Στη συνέχεια —σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία αυτή— η χρήση της λ. επεκτάθηκε και στην ανθρώπινη ρίνα (πρβλ. μυτιᾶν, κατά τον Ησύχ. «αναπνεῖν» — και μυττίς, κατά τον Ησύχ. «το μέλαν τῆς σηπίας, ὅπερ ἐν τῷ στόματι έχουσα εκκρίνει» με εκφραστικό διπλασιασμό του -τ-). Παρά τις σημασιολογικές δυσχέρειες μιας τέτοιας ετυμολόγησης, η λ. μπορεί να εκληφθεί ως δηλωτική όχι τόσο του μυκτήρα όσο του αδρού φυσήματος που εκβάλλουν οι σουπιές όταν συλληφθούν. Φαίνεται ὅτι η χρήση της λ. επεκτάθηκε εν συνεχεία στη δήλωση και του ανθρώπινου οργάνου που μπορεί να εμφανίζει ανάλογες ιδιότητες. Στην Ελληνική άλλωστε παρατηρείται και σε άλλες περιπτώσεις ότι μεταξύ συνωνύμων που δήλωναν όργανα του σώματος υπερίσχυσαν όσα είχαν έννοια αδρότερη, ειδικότερη ή γενικότερη από εκείνην που αναφερόταν στα συγκεκριμένα όργανα (πρβλ. κόκκαλα αντί ὀστά, μέση αντί ὀσφύς, κοιλιά αντί γαστήρ, βυζί αντί μαστός). Τέλος, η σύνδεση τών μύτις / μυττίς και κατ' επέκταση του μύτη με το ρ. μύττομαι «φυσώ τη μύτη» και τα παράγωγα του μύξα, μυκτήρ, προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες (η απουσία από τη λ. μυτίς του ουρανικού συμφώνου του μύττομαι < μύκjω), παρ' ότι είναι ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη].