ὀρεοκόμος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
German (Pape)
[Seite 372] Maulthiere wartend, besorgend; ὁ ὀρ., der Maulthierwärter, -treiber, Plat. Lys. 208 b; häufig mit der v. l. ὀρεωκόμος, welche bei Ar. Thesm. 493 durch das Metrum erfordert wird, Lob. zu Phryn. 697 will ὀρεακόμος schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεοκόμος: -έω, ἴδε ἐν λ. ὀρεωκ-.
Greek Monolingual
ὀρεοκόμος, ὁ (Α)
βλ. ὀρεωκόμος.
Russian (Dvoretsky)
ὀρεοκόμος: ὁ Arph. v. l. = ὀρεωκόμος.