ὀριγανίτης

Revision as of 15:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[νῑ] οἶνος, ὁ, wine

   A flavoured with ὀρίγανον, Dsc.5.51, Philum. ap. Orib.45.29.48.

German (Pape)

[Seite 377] οἶνος, ὁ, mit ὀρίγανον abgezogener Wein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρῑγᾰνίτης: οἶνος, ὁ, παρασκευασμένος μετὰ ὀριγάνου, «ὀριγανίτης δι’ ὀριγάνου ἡρακλεωτικῆς σκευάζεται ὁμοίως τῷ θυμίτῃ» Διοσκ. 5. 61.

Greek Monolingual

ὀριγανίτης, ὁ (Α)
οίνος αρωματισμένος με ρίγανη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρίγανον «ρίγανη» + επίθημα -ίτης (πρβλ. Καλαμ-ίτης)].