ίτης

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

Greek Monolingual

ἴτης, ὁ (Α)
ιταμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. ιταμός].