ὀσταναβολεύς

Revision as of 13:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

έως, ὁ, and ὀστανα-λᾰβεύς, έως, ὁ, names of surgical instruments, Hermes 38.284 (-

   A boleos cod.), 282 (-λαβες cod.).

Greek Monolingual

ὀσταναβολεύς, -έως, ὁ (Α)
ονομασία χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἀναβολευς «είδος χειρουργικού εργαλείου»].