ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
[Seite 419] ἡ, = οὐροδόχη, Xen. bei Phot., der es ἀμίς erkl.
οὐροδόκη, ἡ (Α)βλ. ουροδόχη.
οὐροδόκη: ἡ Xen. = οὐράνη.