οφθαλμιαίος

From LSJ
Revision as of 12:52, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

Greek Monolingual

ὀφθαλμιαῖος, -αία, -ον (Μ)
οφθαλμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ωμ-ιαίος)].