παρευθύς

Revision as of 15:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv.,    A = εὐθύς, D.C.63.19, Prisc.p.325 D.

German (Pape)

[Seite 519] u. παρευθύ, = εὐθύς, εὐθύ, sogleich, D. Cass. 63, 19 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρευθύς: Ἐπίρρ., = εὐθύς, Δίων Κ. 63. 19· - παρευθύ, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀρχήν, κλ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, παρευθύ ΜΑ
επίρρ. αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα (α. «και παρευθύς σηκώνεται από χάμου, και τραγουδάει», Σολωμ.
β. «παρευθύς εἰς τὴν Ἰταλίαν ἀποπλεῡσαι», Δίων Κάσσ.).