ον,
A having more than the normal number of fingers, Gal.19.454.
-ον, Ααυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων / πλέων, πλέονος + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονο-δάκτυλος.