πλεονοδάκτυλος

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονοδάκτῠλος Medium diacritics: πλεονοδάκτυλος Low diacritics: πλεονοδάκτυλος Capitals: ΠΛΕΟΝΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: pleonodáktylos Transliteration B: pleonodaktylos Transliteration C: pleonodaktylos Beta Code: pleonoda/ktulos

English (LSJ)

πλεονοδάκτυλον, having more than the normal number of fingers, Gal.19.454.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων / πλέων, πλέονος + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονοδάκτυλος.