πληθικῶς
English (LSJ)
Adv.
A in the majority of instances, OGI669.49 (Egypt, i A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
πληθικῶς: Ἐπίρρ., κατὰ τὸ πλεῖστον, καθόλου ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 49.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. ως επί το πλείστον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος μέσω ενός αμάρτυρου στην αρχ. επίθ. πληθικός].