πλῆθος
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
εος, τό, Dor. and Arc. πλῆθος Schwyzer 84.8, al. (Argive, found in Crete, v B.C.), IG5(2).6.20 (Tegea, iv B.C.), etc.; Boeot. πλεῖθος ib.7.3171.46 (Orchom. Boeot.); pseudo-Dor. and pseudo-Aeol. πλᾶθος GDI5176.21 (Crete), IGRom.4.1302.18 (Cyme, i B.C./ i A.D.), Hippod. ap. Stob.4.1.93: (πλήθω,
A v. πίμπλημι):—great number, multitude, especially of people, Il.17.330, Hdt.7.49, etc.; στρατοῦ πλῆθος, periphrasis for στρατὸς πολύς, Id.9.73; ὡς πλήθει for the mass of men, Pl.R.389d.
2 τὸ πλῆθος the greater number, the mass, main body, τὸ πλῆθος τοῦ στρατοῦ Hdt.1.82, cf. 5.92; τὸ πλῆθος τῆς ψυχῆς the largest part of the soul Pl.Lg.689a: as Noun of Multitude with pl. Verb, Ἀθηναίων τὸ πλῆθος οἴονται Th.1.20; τὸ πλῆθος ἐψηφίσαντο πολεμεῖν the majority, ib.125, cf. X.Cyr.2.4.20; τῷ πλήθει by a majority, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., v B.C.): hence, people, population, σμικρὸν τὸ πλῆθος τῆσδε γῆς E.Ph.715.
b the commons, Th. 1.9, etc.; ἡ τοῦ πλήθους ἀρχή, δημοκρατία τοὔνομα κληθεῖσα Pl.Plt.291d; ἐς τὸ πλῆθος φέρειν τὸ κράτος Hdt.3.81: freq. of the popular assembly, τὸ ὑμέτερον πλῆθος, τὸ πλῆθος τὸ ὑμέτερον, Lys.12.42, Pl.Ap.31c; Ἐρυθραίων τῷ πλήθει, Ἀθηναίων τοῦ πλήθους, IG12.10.21, 22; = Lat. plebs, Plb.6.15.11, D.S.12.25, D.H.4.71; also, association, corporation, or guild, τὸ πλῆθος τὸ Ἁλιαδᾶν IG 12(1).155.6, 156.5 (Rhodes); τὸ τῶν Πανιαστῶν πλῆθος IGRom.4.1680(Pergam.); τὸ πλῆθος τῶν ἱερέων OGI56.24 (Canopus, iii B.C.); πλῆθος τῶν ἁλιέων PSI5.498.2 (iii B.C.); τὸ πλῆθος τῶν μαχαιροφόρων OGI737 (Memphis, ii B.C.); opp. αἱ ἀρχαί, οἱ ὀλίγοι, Th.5.84; but also, populace, mob, opp. δῆμος (commons), X.Ath.2.18, App.BC1.10: also in plural, πείθειν τὰ πλήθη the masses, Pl.Grg.452e, cf. Sph.268b; ὃ πᾶσι… σωτήριον, μάλιστα δὲ τοῖς πλήθεσι πρὸς τοὺς τυράννους D.6.24; φιλόσοφον… πλῆθος ἀδύνατον εἶναι Pl.R.494a.
II quantity or number, πόσον πλῆθος ἦν νεῶν Ἑλληνίδων; A.Pers.334; τῆς σῆς δυνάμεως τί φῂς πλῆθος εἶναι; X.Cyr.2.1.6; ὅμιλος πλήθει φοβερώτατος Th.2.98; ἰσχύϊ καὶ πλήθει προέχων Id.3.74; τῷ πλήθει αὐτῶν καταπλαγέντες Id.4.10; πλήθεϊ πολλοί Hdt.3.11, cf. 6.44; σὺν πλήθει χερῶν S.OT123; πλήθει παρόντες in force, Th.8.22: abs. in acc., κόσοι πλῆθος Hdt.1.153; πόσοι τὸ πλῆθος; Diph.17.1; ἐρέται… πλῆθος ἀνάριθμοι A.Pers.40 (anap.); πλῆθος ὡς δισχίλιοι X.An.4.2.2; ἄπειρα τὸ πλῆθος Id.Mem.1.1.14; ἄπειρα καὶ πλῆθος καὶ σμικρότητα Anaxag.1; πλῆθος τι πάμπολυ φθειρῶν IG42(1).122.45, cf. 32 (Epid., iv B.C.).
III magnitude, size, or extent, [ὄρος] πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον Hdt.1.203; πεδίον πλῆθος ἄπειρον ib.204; ἡ ἐρῆμος… ἐοῦσα πλῆθος ἑπτὰ ἡμερέων ὁδοῦ Id.4.123; πλῆθος χώρας καὶ ἀνθρώπων X.An.1.5.9.
2 in Att., of quantity or amount, διὰ πλήθος τῆς ζημίας Th.3.70; χρημάτων πλῆθος Id.1.9; διὰ πλῆθος οὐσίας Pl.R.591e, cf. Arist.Pol.1279a19; ταῦτα οὐδέν ἐστι πλήθει οὐδὲ μεγέθει πρὸς ἐκεῖνα Pl.R.614a; μετὰ πλήθους ἱδρῶτος = by much sweating, multa sudans, Id.Ti.84e; τὸ πλῆθος τοῦ ῥεύματος Plb.1.75.5; τὸ παρακείμενον πλῆθος the amount entered against each, Ostr.Bodl.i 252 (ii B.C.); of money, τὸ ἴσον πλῆθος TAM2.526 (Pinara): in plural, quantities, ἐμβρύων Cratin.326; θαυμαστὸν ὅσ' ἐστ' ἀγαθῶν πλῆθος Mnesim.4.51 (anap.); οἰκοδομημάτων πλήθεσι ἢ μεγέθεσι D.C.52.30, cf. 10.
3 more than enough, πλῆθος φέρειν LXX Ex.36.5.
4 plurality, opp. ἕν, Dam.Pr.45.
IV of time, length, χρόνου Th.1.1, Pl.Tht.158d, Isoc.12.180; πλῆθος ἐτῶν Ar.Nu.855; πλήθει πολλῶν μηνῶν S.Ph.722(lyr.).
V with Preps., or Advbs., ἐς πλῆθος = in great numbers, Th.1.14; κατὰ πλῆθος = a large number at a time, IG12.6.112; ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος = usually, mostly, Pl.Phdr.275b; ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος εἰπεῖν Arist.GA786a35; κατὰ πλῆθος D.H.6.67.
German (Pape)
[Seite 632] τό, die Fülle, Menge, der Haufen, bes. Menschenmenge, Volksmenge; Il. 17, 330. 23, 639; Pind. Ol. 13, 43; πλῆθος ἀνάριθμοι, Aesch. Pers. 40; πλήθει καταυχήσας νεῶν, 344; κακῶν, 421; οὐ μιᾷ ῥώμῃ κτανεῖν νιν, ἀλλὰ σὺν πλήθει χερῶν, Soph. O. R. 123, vgl. 541; auch πόνου, Ai. 863; Eur. στρατοῦ πλῆθος, Rhes. 309; σμικρὸν τὸ πλῆθος τῆσδε γῆς, Phoen. 722; u. in Prosa: Her. 1, 77. 2, 96; Anzahl, 6, 44. 7, 211; auch die Mehrzahl, der größte Teil, 7, 89; u., wie οἱ πολλοί, der große Hause, das Volk, bes. in der Demokratie, die Volksherrschaft, Volkspartei, 3, 81; Thuc. 5, 84 u. oft; τὸ πλῆθος καταλυθήσεται, Lys. 13, 16, was häufiger δῆμος ist; ἐὰν τὸ πλῆθος ἄρχῃ, Plat. Polit. 292 a, vgl. Legg. III, 689 b, ὅπερ δῆμός τε καὶ πλῆθος πόλεώς ἐστιν; er sagt auch χορὸς οὐχ εἷς, ἀλλὰ πλῆθος χορῶν ἥκει, VII, 800 c; übh. Menge, χρυσοῦ, Phaedr. 279 c; μετὰ πλήθους ἱδρῶτος, mit vielem Schweiße, Tim. 84 e; vgl. στρατοῦ πλῆθος, ein großes Heer, Her. 9, 73; πλοῖα πλήθεϊ πολλά, Her., u. so von der Ausdehnung im Raume, Größe, Geräumigkeit, oft Her., ὄρος πλήθεϊ μέγιστον, πεδίον πλῆθος ἄπειρον, 1, 203. 204. 4, 123; διὰ πλῆθος οὐσίας ἢ δι' ὀλιγότητα, Plat. Rep. IX, 591 e; u. oft auch von der Zeit, πλήθει χρόνου καὶ ὀλιγότητι, Theaet. 158 d, vgl. 269 b (Thuc. 1, 1); ὡς πλήθει, im Ganzen, überhaupt, Rep. III, 389 d; ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος, gewöhnlicherweise, meistentheils, Phaedr. 275 b. – Überall bei Sp., auch von andern Dingen, τὸ πλῆθος τοῦ ῥεύματος, Pol. 1, 75, 5.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. grande quantité :
1 avec idée de nombre foule, multitude : πλῆθος στρατοῦ (p. στρατὸς πολύς) HDT armée nombreuse ; abs. τὸ πλῆθος, le plus grand nombre ; multitude, foule, le peuple, p. opp. à l'aristocratie ou à la royauté HDT, THC ; ou populace, p. opp. au peuple δῆμος ; en ce sens au plur. τὰ πλήθη, les masses populaires, la masse ; adv. • ἐς πλῆθος, en foule ; • ὡς πλήθει, généralement parlant;
2 avec idée de volume masse, grande quantité ; fig. πλῆθος πημάτων ESCHL, πλῆθος πόνου SOPH abondance de douleurs, de peines;
3 avec idée d'espace πεδίον πλῆθος ἄπειρον HDT plaine d'une immense étendue;
4 avec idée de temps πλῆθος χρόνου THC long espace de temps;
II. quantité indéterminée, d'où
1 quantité en gén. πόσον τι πλῆθος ἦν νεῶν Ἑλληνίδων ; ESCHL quel pouvait être le nombre des vaisseaux grecs ?;
2 le petit nombre.
Étymologie: R. Πλε, être plein ; v. πίμπλημι, cf. lat. plebs, plenus, etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλῆθος -ους, zonder contr. -εος, τό, Dor. πλᾶθος [~ πίμπλημι] menigte, groot aantal:. πλῆθος στρατοῦ een groot leger Hdt. 9.73.2; σὺν πλήθει χερῶν met de helpende hand van velen Soph. OT 123. meerderheid; met gen..; τοῦ στρατοῦ van het leger Hdt. 1.82.3; τὸ π. τῆς ψυχῆς het grootste deel van de ziel Plat. Lg. 689a; abs..; τὸ πλῆθος ἐψηφίσατο πολεμεῖν de meerderheid stemde voor oorlog voeren Thuc. 1.125.1; adv..; ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος meestal Plat. Phaedr. 275b; overmacht:. ἑσσώθησαν διὰ πλῆθος zij leden een nederlaag vanwege de overmacht Hdt. 5.119.1. volk, bevolking:; σμικρὸν τὸ πλῆθος τῆσδε γῆς de bevolking van dit land (is) gering Eur. Phoen. 715; de massa:; φιλόσοφον... πλῆθος ἀδύνατον εἶναι de massa kan zich onmogelijk aan filosofie wijden Plat. Resp. 494a; volksvergadering; als verzamelde menigte; εἰς τὸ πλῆθος τὸ ὑμέτερον voor uw vergadering Plat. Ap. 31c; als politieke instelling. ἐς τὸ πλῆθος ἄνωγε φέρειν τὸ κράτος hij drong erop aan de macht bij de volksvergadering te leggen Hdt. 3.81.1. aantal; met gen..; πόσον πλῆθος ἦν νεῶν Ἑλληνίδων; hoe groot was het aantal van de Griekse schepen? Aeschl. Pers. 334; abs.. πλήθει προύχων superieur in aantal Thuc. 3.74.1; πλῆθος ὡς δισχίλιοι ongeveer tweeduizend in aantal Xen. An. 4.2.2. (grote) hoeveelheid, omvang; van zaken of abstr..; πόνου πλῆθος een heleboel moeite Soph. Ai. 876; χρημάτων πλῆθος grote rijkdom Thuc. 1.9.2; τριήρεις... τοῖς τυράννοις ἐς πλῆθος ἐγένοντο de tirannen hadden triëren in grote hoeveelheid Thuc. 1.14.2; πλῆθος ἱδρῶτος grote hoeveelheid zweet Plat. Tim. 84e; πλῆθος οὐσίας grote hoeveelheid bezit Aristot. Pol. 1279b19; διὰ πλῆθος χρόνου door het lange tijdsverloop Thuc. 1.1.2; uitgestrektheid:. ἐοῦσα πλῆθος ἑπτὰ ἡμερέων ὁδοῦ (woestijn) met een uitgestrektheid van zeven dagen reizen Hdt. 4.123.2.
Russian (Dvoretsky)
πλῆθος: εος τό
1 множество (χρυσοῦ Plat.; πημάτων Aesch.): στρατοῦ π. Her. многочисленное войско; ἐς π. Thuc. во множестве;
2 большинство, основная часть, главные силы (τοῦ στρατοῦ Her.; τῆς δυνάμεως Xen.): τὸ π. ἐψηφίσαντο πολεμεῖν Thuc.: ὡς πλήθει Plat. в целом, вообще; ὡς ἐπὶ το π. Plat. в большинстве случаев;
3 население (τῆσδε γῆς Eur.; τῆς πόλεως NT);
4 народные массы, народ (ἐς τὸ π. φέρειν τὸ κράτος Her.; ἡ τοῦ πλήθους ἀρχή, δημοκρατία τοὔνομα κληθεῖσα Plat.): ἐναντία τῷ ὑμετέρῳ πλήθει πράττοντες Lys. действующие во вред вашему народу;
5 количество, число, численность (νεῶν Aesch.; πλήθει φοβερώτατος Thuc.): πλήθεϊ πολλοί Her. многочисленные; π. ἀνάριθμοι Aesch. бесчисленные; π. ὡς δισχίλιοι Xen. числом около двух тысяч;
6 размер, размеры, т. е. объем или протяжение (χώρας Xen.; τῆς οὐσίας Plat.): π. τῆς ζημίας Thuc. мера наказания; πλήθει πολλῶν μηνῶν Soph. по истечении многих месяцев; διὰ χρόνου π. Thuc. в силу (большой) давности.
English (Autenrieth)
εος (πλήθω): multitude, mass of men. (Il.)
English (Slater)
multitude δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν (O. 13.45)
English (Strong)
from πλήθω; a fulness, i.e. a large number, throng, populace: bundle, company, multitude.
English (Thayer)
πλήθους, τό (ΠΛΑΩ), from Homer down; the Sept. chiefly for רֹב, often for הָמון; a multitude, i. e.
a. a great number, namely, of men or things: Tr WH); Winer's Grammar, 120 (114) n.); with πολύ added, πλῆθος with a genitive, A. V. bundle (L T Tr WH add τί)); πολύ πλῆθος and πλῆθος πολύ (cf. Winer's Grammar, § 59,2) with a genitive, L brackets G T Tr WH omit πολύ); the whole number, the whole multitude; the assemblage: τοῦ λαοῦ, πᾶν τό πλῆθος, τῆς περιχώρου); the multitude of people, τῆς πόλεως added, Acts 14:4.
Greek Monolingual
το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῖθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾶθος, Α
1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος» δ. «ἐσέβαλον ἐς γῆν τὴν Ἀττικὴν σὺν στρατοῦ πλήθει», Ηροδ.)
2. ο λαός, οι κάτοικοι μιας περιοχής (α. «σειέται του χωριού το πλήθος, κυματίζεται», Κρυστάλλ.)
β. «σμικρὸν τὸ πλῆθος τῆσδε γῆς», Ευρ.)
3. το μεγαλύτερο μέρος του λαού, οι λαϊκές μάζες (α. «το πλήθος βοά κατά της δικτατορίας» β. «τὸν μὲν ἕνα ἐκ τῶν πατρικίων αἱρεῖσθαι, τὸν δ' ἕνα πάντως ἀπὸ τοῦ πλήθους καθίστασθαι», Διόδ.)
4. η ποσότητα, ο αριθμός, η πληθώρα (α. «πλήθος αριθμών»
8. «νεῶν πόσον δὴ πλῆθος ἦν Ελληνίδων;» Αισχύλ)
νεοελλ.
(κοινων.) συνάθροιση ατόμων ανοργάνωτη και πρόσκαιρη, που όμως σχηματίζεται για μια ιδιαίτερη συνεργατική δραστηριότητα
μσν.-αρχ.
η πολλαπλότητα («τὴν τριάδα τῆς Θεότητος εἰς πλήθους ὑποψίαν προσῆγεν», Δίδυμ.)
αρχ.
1. οι περισσότεροι, η πλειονότητα («τὸ πλῆθος ἐψηφίσαντο πολεμεῖν», Θουκ.)
2. η λαϊκή κυριαρχία, η δημοκρατία («ἡ τοῦ πλήθους αρχή, δημοκρατία οὔνομα κληθεῖσα», Πλάτ.)
3. ο όχλος, σε αντιδιαστολή προς τον δήμο
4. μέγεθος, έκταση («ὄρος πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον», Ηρόδ.)
5. χρονική έκταση, μήκος χρόνου («...σαφῶς εὑρεῖν διὰ χρόνου πλῆθος ἀδύνατα ἦν», Θουκ.)
6. φρ. α) «ἐς πλῆθος» — σε μεγάλο αριθμό
β) (η δοτ. ως επίρρ.) «πλήθει» — γενικά, συνολικά
γ) «ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος» ή «ὡς κατὰ τὸ πλῆθος» — ως επί το πλείστον, συνήθως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλη- του πίμ-πλη-μι και εμφανίζει μόρφημα -θ- (βλ. λ. πλήθω). Για το ζεύγος πλῆθος: πλήθω πρβλ. βρῖθος: βρίθω.
Greek Monotonic
πλῆθος: -εος, τό, Δωρ. πλᾶθος, (πίμ-πλημι)·
I. 1. ο πολύ μεγάλος αριθμός, το μεγαλύτερο μέρος, η μάζα, το κυρίως σώμα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· πλειοψηφία, λαός, όπως δῆμος, Λατ. plebs, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, λαός, όχλος, σε Ξεν.
II. ποσότητα ή αριθμός, σε Ηρόδ., Αττ.· πλήθει παρόντες, με πολλή δύναμη, σε Θουκ.· απόλ. με αιτ., πόσοιτὸ πλῆθος;, σε Ηρόδ.· πλῆθος ἀνάριθμοι, σε Αισχύλ.
III. 1. μέγεθος, διάσταση ή έκταση, ὄροςπλήθεϊ· μέγιστον, σε Ηρόδ.· πεδίον πλῆθος ἄπειρον, στον ίδ. κ.λπ.
2. ποσότητα ή ποσό, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
IV.λέγεται για το χρόνο, μήκος, διάρκεια, σε Θουκ. κ.λπ.
V. με πρόθ. ή με ὡς με επιρρ. σημασία, ἐς πλῆθος, σε μεγάλους αριθμούς, στον ίδ.· ὡς πλήθει, εξ ολοκλήρου, γενικά, σε Πλάτ.· ομοίως, ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος, ως επί το πλείστον, συνήθως, Λατ. ut plurimum, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πλῆθος: -εος, τό, Δωρ. πλᾶθος, Βοιωτ. πλεῖθος, ἴδε τὴν λέξ.: (πλήθω, ἴδε ἐν λ. πίμμπλημι). Μέγας ἀριθμός, πολλοὶ ὁμοῦ, πλῆθος, ὄχλος, μάλιστα ἐπὶ πλήθους ἀνθρώπων, Ἰλ. Ρ. 330, Ἡρόδ. 1. 77, κτλ.· στρατοῦ πλ., περίφρασις ἀντὶ τοῦ στρατὸς πολύς, Ἡρόδ. 9. 73· φιλόσοφον... πλ. ἀδύνατον εἶναι, τὸ πλῆθος, οἱ πολλοὶ δὲν δύνανται νὰ ὦσι φιλόσοφοι, Πλάτ. Πολ. 494Α, κτλ. 2) τὸ πλῆθος, τὸ μέγιστον μέρος, ὡς τὸ πολύ, οἱ πολλοί, οἱ πλεῖστοι, τὸ πλεῖστον μέρος, τὸ κύριον σῶμα, τὸ πλ. τοῦ στρατοῦ Ἡρόδ. 1. 82 πρβλ. 5. 92· τῆς δυνάμεως τὸ πλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 6· τὸ πλ. τῆς ψυχῆς, τὸ κύριον μέρος τῆς..., Πλάτ. Νόμ. 689Α· ― ὡς οὐσιαστικὸν περιληπτ. μετὰ πληθυντ. ῥήματ., Ἀθηναίων τὸ πλῆθος οἴονται Θουκ. 1. 20· τὸ πλῆθος ἐψηφίσαντο πολεμεῖν, οἱ πλείους, οἱ περισσότεροι, ἡ πλειονοψηφία, αὐτόθι 125, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 20· ― ἐντεῦθεν, ὁ λαός, οἱ κάτοικοι, σμικρὸν τὸ πλῆθος τῆσδε γῆς Εὐρ. Φοίν. 715· ― ὡσαύτως, β) μάλιστα ἐν Ἀθήναις, = δῆμος, Λατ. plebs, Θουκ. 1. 9, κτλ.· ἡ τοῦ πλ. ἀρχή, δημοκρατία τοὔνομα κληθεῖσα Πλάτ. Πολιτ. 291D· ἐς τὸ πλ. φέρειν τὸ κράτος Ἡρόδ. 3, 81, πρβλ. Λυσ. 124. 5, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αἱ ἀρχαί, οἱ ὀλίγοι, Θουκ. 5. 84· τὸ πλ. τὸ ὑμέτερον Πλάτ. Ἀπολ. 31C· τὸ πλ. τὸ Ἀλιαδᾶν = τὸ κοινόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b c. 6, κτλ.· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁ ὄχλος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ δῆμος, Ξεν. Ἀθην. 2. 18· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., πείθειν τὰ πλήθη, τοὺς ὄχλους, Πλάτ. Γοργ. 452Ε, πρβλ. Σοφ. 268Α· ὃ πᾶσι... σωτήριον μάλιστα δὲ τοῖς πλήθεσι πρὸς τοὺς τυράννους Δημ. 71. 22. ΙΙ. ἀφῃρημ. ὡς καὶ νῦν, πόσον τι πλ. ἦν νεῶν Ἑλληνίδων; Αἰσχύλ. Πέρσ. 334· ὅμιλος πλήθει φοβερώτατος Θουκ. 2. 98· ἰσχύϊ καὶ πλήθει προέχων ὁ αὐτ. 3. 74· τῷ πλ. αὐτῶν καταπλαγέντες 4. 10· πλήθεϊ πολλοὶ Ἡρόδ. 3. 11, πρβλ. 6. 44· σὺν πλήθει χερῶν Σοφ. Ο. Τ. 122· πλήθει παρόντες, μετὰ πολλῆς δυνάμεως, Θουκ. 8. 22· ― ἀπολ., κατ’ αἰτ., κόσοι πλῆθος Ἡρόδ. 4. 153· πόσοι τὸ πλῆθος Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1· ἐρέται... πλῆθος ἀνάριθμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 40· πλ. ὡς δισχίλιοι Ξεν. Ἀν. 4. 2, 2· ἄπειρα τὸ πλῆθος ἢ πλῆθος Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 44., 4. 2. 2. ΙΙΙ. παρ’ Ἡροδ. ὡσαύτως ἐπὶ ἐκτάσεως, ὄρος πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον 1. 203· πεδίον πλῆθος ἄπειρον 204· ἡ ἐρῆμος ἐοῦσα πλῆθος ἑπτὰ ἡμερέων ὁδοῦ 4. 123· οὕτω, πλῆθος χώρας καὶ ἀνθρώπων Ξεν. Ἀν. 1. 5, 9. 2) παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ποσότητος ἢ ποσοῦ, διὰ πλῆθος τῆς ζημίας Θουκ. 3. 70· τὸ πλ. τῆς οὐσίας Πλάτ. Πολ. 591Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 3. 8, 2· ταῦτα οὐδέν ἐστι πλήθει οὐδὲ μεγέθει πρὸς ἐκεῖνα Πλάτ. Πολ. 614Α· μετὰ πλήθους ἱδρῶτος, multa sudans, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 84Ε· τὸ πλ. τοῦ ῥεύματος Πολύβ. 1. 75, 5· ― ἐν τῷ πληθ., μέγα πλῆθος, ἐμβρύων Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 158· θαυμαστὸν ὅσ’ ἐστ’ ἀγαθῶν πλήθη Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 51· οἰκοδομημάτων πλήθεσι ἢ μεγέθεσι Δίων Κ. 52. 30, πρβλ. 10. IV. ἐπὶ χρόνου, μῆκος, ἔκτασις χρονική, πλ. χρόνου Θουκ. 1. 1, Πλάτ. Θεαίτ. 158D, Ἰσοκρ. 271Α· πλ. ἐτῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 855· πλήθει πολλῶν μηνῶν Σοφ. Φ. 723. V. μετὰ προθέσεων ἢ μετὰ τοῦ ὡς, ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, ἐς πλ. Θουκ. 1. 14· ― ὡς πλήθει, καθόλου, γενικῶς, Πλάτ. Πολ. 389D· οὕτως, ὡς ἐπὶ τὸ πλ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, συνήθως, Λατ. ut plurimum, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 275Β, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 6, 11· ὡς κατὰ τὸ πλ. εἰπεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 9· κατὰ πλ. Διον. Ἁλ. 6. 67.
Middle Liddell
πλῆθος, ος, εος, τό, πίμπλημι
I. a great number, a throng, crowd, multitude, Il., Hdt., etc.
2. τὸ πλῆθος, the greater number, the greater part, the mass, main body, Hdt., Xen., etc.:— the majority, the people, like δῆμος, Lat. plebs, Hdt., Attic: —also the populace, mob, Xen.
II. quantity or number, Hdt., Attic; πλήθει παρόντες in force, Thuc.: —absol. in acc., κόσοι πλῆθος Hdt.; πλῆθος ἀνάριθμοι Aesch.
III. magnitude, size or extent, ὄρος πλήθεϊ μέγιστον Hdt.; πεδίον πλῆθος ἄπειρον Hdt., etc.
2. quantity or amount, Thuc., Plat., etc.
IV. of time, length, Thuc., etc.
V. with Preps., or with ὡς, in adv. sense, ἐς πλ. in great numbers, Thuc.: —ὡς πλήθει upon the whole, in general, Plat.; so, ὡς ἐπὶ τὸ πλ. usually, mostly, Lat. ut plurimum, Plat.
Chinese
原文音譯:plÁqoj 普累拖士
詞類次數:名詞(32)
原文字根:充滿 相當於: (הַרְבָּה / הַרְבֵּה / רָבָה)
字義溯源:完全,會眾,群眾,群,眾,捆,豐滿,大數目,一大隊,一大群,多,很多,許多,許多人,眾多,民眾,眾人,人,團體,交通;源自(πίμπλημι)*=充滿)。參讀 (γλῶσσα)同義字
出現次數:總共(31);可(2);路(8);約(2);徒(16);來(1);雅(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 群(7) 路1:10; 路5:6; 路6:17; 路19:37; 路23:27; 徒17:4; 徒21:36;
2) 群眾(4) 徒2:6; 徒6:5; 徒14:4; 徒25:24;
3) 會眾(3) 徒15:12; 徒15:30; 徒23:7;
4) 人(2) 可3:7; 可3:8;
5) 許多(2) 約5:3; 徒4:32;
6) 許多的(2) 雅5:20; 彼前4:8;
7) 眾人(2) 路23:1; 徒19:9;
8) 眾多(1) 來11:12;
9) 捆(1) 徒28:3;
10) 多(1) 徒14:1;
11) 很多(1) 徒5:14;
12) 民眾(1) 路8:37;
13) 一大群(1) 約21:6;
14) 一大隊(1) 路2:13;
15) 許多人(1) 徒5:16;
16) 眾(1) 徒6:2
English (Woodhouse)
abundance, account, amount, batch, commons, crowd, extent, greatness, multitude, number, quantity, great number, hoi polloi, length of, military strength, numbers, quantlty, space of, the common herd, the common people, the commons, the crowd, the multitude, the sum total, the vulgar
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πίμπλημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
multitudo, crowd, multitude, 1.2.6, 1.14.2, 1.49.3. 1.50.2, 1.94.1. 1.142.8. 2.11.3, 2.78.3, 2.87.6, 2.88.1. 2.89.1, 2.89.2. 2.98.4. 2.100.6, 3.78.1, 3.94.2, 3.113.6, 4.7.1. 4.10.2. 4.10.4. 4.15.2, 4.32.3, 4.55.1. 4.68.4. 4.80.3, 4.104.4, 4.125.1. 4.126.1. 6.1.1, 6.4.5. 6.20.2, 6.26.2, 6.30.2. 6.72.4, 6.86.5. 7.11.3. 7.61.3, 7.67.3. 8.22.1, 8.40.2. 8.44.1. 8.79.2. 8.93.3, 8.105.2.
numerus, number, 1.49.6, 1.81.1, 1.102.1, 1.121.2, 2.11.4, 2.88.2, 2.98.3, 3.16.3, 3.74.1, 3.98.4, 3.113.2, 4.10.5, 4.56.1, 4.85.7, 4.94.1, 4.126.2, 5.6.3, 5.8.2, 5.8.3, 5.68.2, 5.68.25.68.25.102.1, 6.104.3, 7.12.4, 7.58.4, 8.104.5,
magnitudo, greatness, size, 1.1.2, 1.9.2, 1.90.1, 1.129.3, 2.97.5, 3.70.5, 4.126.5, 5.61.5, 6.19.2, 6.24.1, 6.26.1,
maior pars, greater part, 1.106.2, 1.125.1, 3.73.1, 4.96.8, 4.100.5, 4.112.3, 5.30.1, 5.59.4, 8.81.1, 8.84.2, 8.84.3,
vulgus, crowd, populace, 1.9.2, 1.20.2, 1.72.2, 2.3.2, 2.65.8, 2.72.2. 2.73.1, 3.37.5, 3.42.6. 3.43.2. 3.47.2, 3.62.4. 3.66.2. 3.70.6. 3.82.8, 4.21.3, 4.22.2. 4.22.3. 4.66.1. 4.78.2, 4.84.2. 4.84.24.105.1. 4.106.2, 5.27.2. 5.41.3. 5.45.1. 5.60.1. 5.60.5, 5.84.3. 5.85.1. 6.38.2, 6.40.1. 6.60.4. 6.89.4, 8.9.3, 8.48.3. 8.68.1. 8.92.9.
Translations
crowd
Albanian: turmë; Arabic: حَشْد, زَحْمَة; Egyptian Arabic: زحمة; Armenian: ամբոխ, բազմություն; Azerbaijani: izdiham; Belarusian: натоўп; Bulgarian: навалица, тълпа; Burmese: လူစုလူဝေး; Catalan: multitud, gentada, gernació; Cherokee: ᎤᏂᏣᏘ; Chinese Mandarin: 人群, 群眾, 群众; Czech: dav; Danish: flok, mængde, folkehav, folkemængde; Dutch: menigte, schare, massa; Esperanto: amaso, homamaso; Estonian: rahvahulk, hulk; Finnish: väkijoukko; French: foule; Galician: foula, grea, catropea, poulareda; Georgian: ბრბო, გროვა; German: Gedränge, Menge, Volk, Menschenmenge, Menschenmasse; Greek: πλήθος; Ancient Greek: ὄχλος, πλῆθος; Hebrew: הָמוֹן, הִתְקַהֲלוּת; Hindi: जनता, भीड़; Hungarian: tömeg; Icelandic: þyrping; Ido: turbo; Irish: slua, dream; Italian: folla, turba, torma, fiumana, stuolo, massa, moltitudine; Japanese: 人込み, 群衆, 大勢; Kazakh: жиын, жұрт, тобыр, топ; Khmer: មនុស្សកុះករ, មនុស្សកកកុញ, មហាវគ្គ, ហ្វូងមនុស្ស, ហ្វូង; Korean: 군중(群衆), 무리; Kurdish Central Kurdish: قەلەباڵغی; Kyrgyz: жыйын; Ladino: munchidumbre, djentoria; Lao: ຝູງຊົນ; Latin: frequentia, caterva, vulgus, agmen, multitudo, turba; Latvian: pūlis; Lithuanian: minia; Macedonian: толпа; Maori: mātoru, nuipuku; Marathi: जमाव, समुह, गर्दी; Mongolian Cyrillic: бөөн хүн; Nepali: जमात, भीडभाड; Norman: foule, fliotchet; Norwegian Bokmål: flokk, mengde, folkehav, folkemengde; Persian: جمعیت, انبوه; Plautdietsch: Menj; Polish: tłum; Portuguese: multidão; Quechua: ch'unku; Romanian: mulțime, masă de oameni, gloată, aglomerație; Russian: толпа; Serbo-Croatian Cyrillic: гу̑жва, свѐтина, свјѐтина, ма̀са; Roman: gȗžva, svètina, svjètina, màsa; Slovak: dav; Slovene: množica; Spanish: muchedumbre, turba, multitud, montón, vulgo; Swahili: umati; Swedish: folkmängd, folkmassa, massa; Tagalog: libumbon; Tajik: анбӯҳ, издиҳом; Telugu: గుంపు, బృందము; Thai: มหาชน; Tibetan: མི་ཚོགས; Turkish: kalabalık, izdiham; Turkmen: märeke; Ukrainian: натовп, гурт; Urdu: بھیڑ; Uzbek: olomon; Vietnamese: đám đông; Welsh: torf; West Frisian: kloft; ǃXóõ: dzâa