πολυανδρία

Revision as of 18:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A populousness, τοῦ Ἰταλικοῦ γένους App.BC1.7, cf. Them.Or.6.74c.

German (Pape)

[Seite 659] ἡ, Reichthum an Männern, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

πολυανδρία: ἡ πολυανθρωπία, Συνέσ. 275C, Θεμίστ. 74C.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
πολυανθρωπία («ἡ πολυανδρία τοῦ Ἰταλικοῡ γένους», Αππ.)
νεοελλ.
1. η ύπαρξη σε μια χώρα περισσότερων ανδρών σε σύγκριση με τις γυναίκες
2. εθνολ. το να λαμβάνει μία γυναίκα περισσότερους από έναν νόμιμους συζύγους
3. βοτ. η ύπαρξη πολλών στημόνων σε ένα άνθος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύανδρος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyandria].