πολύανδρος
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
πολύανδρον, of places,
A full of men, populous, A.Pers.73 (lyr.), 899 (lyr.); κῶμαι BGU903.10 (ii A. D.): Sup., χωρίον Palaeph.38.
2 of persons, many, numerous, Πέρσαι A.Pers.533 (anap.), cf. Ag.693 (lyr.); ἥβα νέων π. Tim.Pers. 194; δύναμις πολύανδρος Onos.21.5; πολύανδρος συμβολή = much experience of men, Vett. Val.172.25.
II γυνὴ πολύανδρος = wife of many husbands, Ptol.Tetr. 72; πολύανδρον, τό, prostitution, Ph.1.563; cf. πολυάνδριος 1.
German (Pape)
[Seite 659] viele Männer habend, menschenreich; Ἀσία, Aesch. Pers. 73; Πέρσαι, 525; Ag. 678; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en hommes, populeux ; en parl. de pers. nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀνήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύανδρος -ον [πολύς, ἀνήρ] dicht bevolkt, talrijk.
Russian (Dvoretsky)
πολύανδρος:
1 многолюдный (Ἀσία Aesch.);
2 многочисленный (Πέρσαι Aesch.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύανδρος, -ον, ΝΑ
1. (για τόπο) αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πολυάνθρωπος, πολύ κατοίκητος
2. (για γυναίκα) αυτή που έχει πολλούς συζύγους ή πολλούς εραστές
νεοελλ.
(για φυτό) αυτό που έχει πολλούς στήμονες
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς άνδρες («Περσῶν τῶν μεγαλαύχων καὶ πολυάνδρων στρατιὰν ὀλέσας», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύανδρον
η πορνεία
3. φρ. «πολύανδρος συμβολή» — πείρα πολλών ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. εύ-ανδρος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyandrous (< πολύανδρος)].
Greek Monotonic
πολύανδρος: -ον (ἀνήρ),·
1. λέγεται για τόπους, αυτός που έχει πολλούς ανθρώπους, είναι γεμάτος με ανθρώπους, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πρόσωπα, πολυάριθμος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἐπὶ τόπων, ὁ ἔχων πολλοὺς ἄνδρας, πλήρης ἀνδρῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 73. 899. 2) ἐπὶ προσώπων, πολλοί, πολυάριθμοι, αὐτόθι 533, Ἀγ. 693. ΙΙ. γυνὴ π., γυνὴ πολλοὺς ἔχουσα ἄνδρας, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 16.
Middle Liddell
πολύ-ανδρος, ον, ἀνήρ
1. of places, with many men, full of men, Aesch.
2. of persons, numerous, Aesch.