ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
-όω, Α πολιόςκάνω κάποιον ή κάτι πολιό, ψαρό, γκρίζο («πρῶτον πολιοῦνται οἱ κρόταφοι», Αριστοτ.).