πολιός
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ά, όν, also ός, όν
A, ἁλὸς πολιοῖο Il.20.229, Od.5.410, etc.; χήραν πολιόν E.Andr.348:—grey, grizzled, grisly, λύκοιο Il.10.334; κορῶναι Ar.Av.967; σίδηρος Il.9.366, h.Merc.41, cf. E.Heracl.758(lyr.); of the surging sea, πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης Il.4.248; πολιὴν ἅλα ναιέμεν 15.190; π. θάλασσα Alc.51; π. πέλαγος Ar.Av.350(lyr.); γάλα Q.S.10.135; λύκοι 1G 42(1).131.12 (Epid.); but,
2 most freq. of human hair, grey from age, κάρη, κεφαλή, Il.22.74, Od.24.317, etc.; π. στῆθος Alc.Supp.20.2; γῆρας π. Pi.I.6(5).15, E.Ba.258; πολιοί greyhaired men, Od.24.499; π. ματέρες S.OT182 (lyr.), cf. E.Supp. 35, Ar.Ach.600, 610, 692, Pl.Prm.127b (rare in Att. Prose), Call.Fr. 473; Τραῖαι, ἐκ γενετῆς πολιαί Hes. Th.271: Comp. πολιώτεροι Arist.Fr. 235: abs., πολιαί (sc. τρίχες) Pi.O.4.28, Arist.GA722a7, Pr.898a31; πολιῶν ἔσχηκας τὸν πώγωνα μεστόν Thphr. Char.2.3; ἅμα ταῖς π. κατιούσαις as the grey hairs come down (i.e. from the temples to the beard), Ar.Eq.520, cf. 908; ἕως τὸ δὴ λεγόμενον πολιὰς σχῇ PMich.Zen.77 (iii B.C.), cf. LXX Is.47.2, al., Phld.Vit.p.32J.
3 τίς σε πολιᾶς ἐξανῆκε γαστρός; what old woman's womb bare thee? as a sarcasm, Pi.P.4.98; π. δάκρυον ἐκβάλλων an old man's tear, E.HF1209 (lyr.).
b metaph., hoary, venerable, ὃς πολιῷ νόμῳ αἶσαν ὀρθοῖ A.Supp.673 (lyr.); κληδὼν ἐν πολιαῖσι μένει φήμαις E.El.701 (lyr.); μάθημα χρόνῳ π. Pl.Ti.22b; πλοῦτος… χρόνῳ π. Jul.Or.2.82b.
II bright, clear, serene, ἔαρ Hes.Op.477, 492; αἰθήρ E.Or.1376 (lyr.); ἠήρ A.R.3.275, Q.S.2.554.
German (Pape)
[Seite 655] grau, weißlich; – a) vom Haupthaare der Greise; Il. 22, 74. 24, 516; κεφαλή, Od. 24, 317; Hes. Th. 271; πολιᾶς ἄμυγμα χαίτης, Soph. Ai. 621; πολιὸν ἐπὶ κρᾶτα, Eur. Hec. 653, u. öfter; ἔθειρα, Anacr. 49, 2; γῆρας, 51, 7; ἄχρι πολιῆς φίλης, Rufin. 34 (V, 22); daher ἡ πολιά = das Greisenalter, Ruhnk. Rut. Lup. 268; αἱ πολιαί, sc. τρίχες, die weißen, grauen Haare, Pind. Ol. 4, 29; ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις, mit dem Herabwallen greiser Haare, Ar. Equ. 518, vgl. 905; a. D., wie Anacr. 50, 9; τοσαυτασὶ πολιὰς ἔχω, Aesch. 1, 49; auch ὁ πολιός, der grauhaarige Alte, Od. 24, 499; auch πολιὰ γαστήρ, Pind. P. 4, 98, der Schooß einer Greisinn, vgl. Böckh explic. p. 272; πολιαὶ ματέρες, Soph. O. R. 183; σφόδρα πολιόν, Plat. Parmen. 127 b; übh. alt, νόμος, Aesch. Suppl. 658; ἐν πολιαῖσι φήμαις, Eur. El. 701; οὔτε μάθημα χρόνῳ πολιὸν οὐδὲν ἔχετε, Plat. Tim. 22 b. – b) bei Hom. noch Beiwort des Wolfes, Il. 10, 334, des Eisens, 9, 366 u. öfter, wie Eur. Suppl. 758; auch χαλκός, Pind. P. 3, 48; und des schäumenden Meeres, in welcher Vrbdg Homer das Wort auch 2 Endgn braucht, ἁλὸς πολιοῖο, Il. 20, 229 Od. 5, 410, neben πολιῆς ἁλός, Il. 12, 284, oft, wie πολιᾶς ἁλός, Pind. Ol. 1, 71; θάλασσα, 7, 61; Soph. Ant. 334; πέλαγος, Ar. Av. 350. – c) übh. weiß, hell, heiter; ἔαρ, Hes. O. 479. 496; αἰθήρ, Eur. Or. 1376; ἀήρ, Ap. Rh. 3, 275; Qu. Sm. 6, 229.
French (Bailly abrégé)
ά ou poét. ός, όν :
I. gris :
1 en parl. de cheveux αἱ πολιαί (s.e. τρίχες) les cheveux gris, blancs;
2 p. ext. qui commence à vieillir, qui vieillit ; fig. antique, ancien;
II. blanc ; brillant.
Étymologie: apparenté à πελιός, πελλός ou πέλλος, lat. pullus.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιός -ή -όν, f. ook -ός [~ πελιός, πελιδνός] grijs, witachtig:; πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης op het strand van de grijze zee Il. 4.248; ἔχις πολιὸς ἅνθρωπός ἐστιν οὑτοσί deze man hier is een vale adder Men. Dysc. 480; meestal van haar, abs..; αἱ πολιαί de grijze haren Aristoph. Eq. 520; overdr. grijs, oud; σώματα πολιά oude lichamen Plat. Plt. 273e; πολιὸν δάκρυον ἐκβάλλων de traan van een grijsaard stortend Eur. HF 1209; eerbiedwaardig:. πολιῷ νόμῳ volgens de eerbiedwaardige wet Aeschl. Suppl. 673; εὔιον γέροντα πολιὸν ἤδη een bacchische oude (= wijn), reeds van respectabele leeftijd Men. Dysc. 946. helder, lichtend:. πολιὸν ἔαρ de heldere lente Hes. Op. 477; πολιὸς αἰθήρ de heldere bovenlucht Eur. Or. 1375.
Russian (Dvoretsky)
πολιός: II ὁ старик, старец Hom.
и
1 седой (κεφαλή Hom.; χαίτη Soph.);
2 седовласый (ματέρες Soph.);
3 покрытый (седой) пеной, вспененный (ἅλς Hom.; πέλαγος Arph.);
4 старый, древний (νόμος Aesch.; μάθημα Plat.);
5 старческий (σώματα Plat.; δάκρυον Eur.);
6 серый (λύκος Hom.);
7 блестящий, светлый (σίδηρος Hom.; χαλκός Pind.);
8 сияющий, лучезарный (ἔαρ Hes.; αἰθήρ Eur.).
English (Autenrieth)
gray, hoary; of hair, iron, the sea, Il. 9.366, Il. 1.350.
English (Slater)
πολῐός
a of things, white flecked, grey ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς (O. 1.71) πολιᾶς ἔνδον θαλάσσας (O. 7.61) ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς (P. 2.68) πολιῷ χαλκῷ (P. 3.48), (P. 11.20) πολιᾶς ἁλὸς (I. 4.56)
b as a sign of age, hoary “φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ (sc. τρίχες) (O. 4.26) “τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” Pelias addresses Jason abusively (P. 4.98) Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν (I. 6.15)
Greek Monolingual
-ά, -ό / πολιός, -ά, -όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και -ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, -άδος, Α
1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ' ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές τρίχες («τὸν μὲν οὖν Παρμενίδην εὖ μάλα δὴ πρεσβύτην εἶναι σφόδρα πολιόν», Πλάτ.)
αρχ.
1. (ιδίως για την αφρίζουσα θάλασσα) τελείως λευκός, ολόλευκος, κάτασπρος
2. σεβάσμιος λόγω ηλικίας
3. παλαιός, αρχαίος («κληδὼν ἐν πολιαῖσι μένει φάμαις», Ευρ.)
4. λαμπρός, φωτεινός
5. (για την ατμόσφαιρα) διαυγής, καθαρός («πᾷ φύγω, ξέναι, πολιὸν αἰθέρ' ἀμπτάμενος», Ευρ.)
6. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ πολιαί
οι άσπρες τρίχες
7. φρ. α) «πολιὰ γαστήρ»
(ως σαρκασμός) γεροντική κοιλιά
β) «πολιὸν δάκρυον» — τα δάκρυα τών γερόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πολιός (< πολιFος) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας pel- «γκρίζος, φαιός» (πρβλ. πελιός, πελιδνός) και εμφανίζει επίθημα -ιFoς, όπως και άλλα επίθ. που δηλώνουν χρώμα (πρβλ. βαλιός, πελιός). Την ύπαρξη -F- στο επίθ. πολιός αποδεικνύουν και οι μυκηναϊκοί τ. poriwa, poriwo.
ΠΑΡ. πολιότητα(-της)
αρχ.
πολιά, πολιάζω, πολιαίνομαι, πόλιον, πολιώ, πολιώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πολιόθριξ
αρχ.
πολιοειδής, πολιόκρανος, πολιοκρόταφος, πολιοπλόκαμος, πολιόσφυρος, πολιότριχος, πολιούχος, πολιοφάγος, πολιόχρως
μσν.
πολιοκόρσης, πολιοπώγων, πολιοφανής
νεοελλ.
πολιοεγκεφαλίτιδα
(Β' συνθετικό) αρχ. επιπόλιος, μεσοπόλιος, μιξοπόλιος, ολιγοπόλιος, προπόλιος, σπαρτοπόλιος, υποπόλιος].
Greek Monotonic
πολιός: -ά, -όν και -ός, -όν,
I. 1. γκρίζος, σταχτόχρωμος, ψαρός, λέγεται για τους λύκους, για τον σίδηρο, για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. α) κυρίως λέγεται για τα μαλλιά, γκρίζος ή ψαρομάλλης λόγω ηλικίας, σε Όμηρ.· πολιοί, γκριζομάλληδες άντρες, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., αἱ πολιαί (ενν. τρίχες), σε Πίνδ.· ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις, καθώς τα γκρίζα μαλλιά κατέβαιναν (δηλ. από τους κροτάφους στο πηγούνι), σε Αριστοφ.· πολιὸν δάκρυον ἐμβαλών, το δάκρυ ενός γέροντα, σε Ευρ. β) μεταφ., γκριζομάλλης, σεβάσμιος, στον ίδ.
II. όπως το λευκός, φωτεινός, λαμπρός, καθαρός, γαλήνιος, σε Ησίοδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πολιός: -ά, -όν, καὶ ός, όν, (ὁσάκις τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ), ἁλὸς πολιοῖο Ἰλ. Υ. 229, Ὀδ. Ε. 410, κτλ· χήραν πολιὸν Εὐρ. Ἀνδρ. 348· (ἴδε ἐν λ. πελός)· ― ὑπόλευκος, ἀσπρόμαυρος, «ἀσπρουδερός», φαιός, ἐπίθ. τῶν λύκων, Ἰλ. Κ. 334, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 967· τοῦ σιδήρου, Ι. 366 κ. ἀλλ., Εὐρ.· τῆς ἀφροέσσης θαλάσσης, πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης Ἰλ. Δ. 248· πολιὴν ἅλα ναιέμεν Ο. 190· ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς πολιοῖο, ἴδε ἀνωτ.· π. πέλαγος Ἀριστοφ. Ὄρν. 350· ― ἀλλά, 2) συνηθέστατα ἐπὶ τῆς κόμης, ὑπόλευκος, ψαρός, ἢ κάτασπρος, πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον Ἰλ. Χ. 74, Ὀδ. Ω. 316, κτλ· πολιοί, ἔχοντες πολιὰς τὰς τρίχας, γέροντες, καὶ πολιοί περ ἐόντες Ὀδ. Ω. 498, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 183, Ἀριστοφ. Ἀχ. 600, 610, 692, Πλάτ. Παρμ. 127Β (ἀλλὰ σπανιώτατον)· Γραῖαι ἐκ γενετῆς πολιαὶ Ἡσ. Θ. 271· κτλ.· ― ἀπολ., αἱ πολιαὶ (ἐξυπ. τρίχες), ὡς παρὰ Κικέρωνι canae, Πινδ. Ο. 4. 40· ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις (δηλ. ἀπὸ τῶν κροτάφων πρὸς τὸν πώγωνα, πρβλ. πολιοκρόταφος, πολιόομαι), Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 520, 908˙ ὡσαύτως πολιαί, ἄνευ τοῦ ἄρθρ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 2., 5. 4, 1· πρβλ. πολιά, πολιότης· ― ὁ Πίνδ. Π. 4. 175 ἔχει παράδοξόν τινα φράσιν, τίς σε πολιᾶς ἐξανῆκε γαστρός; τίνος γραίας ἡ κοιλία σὲ ἐγέννησεν; ὡς σκῶμμα· οὕτω π. δάκρυον ἐμβαλών, γέροντος δάκρυον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1209, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 220. β) μεταφ., πολιός, σεβάσμιος ἐκ τῆς ἡλικίας, ὃς πολιῷ νόμῳ αἶσαν ὀρθοῖ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 658· κληδὼν ἐν πολιαῖσι μένει φήμαις Εὐρ. Ἠλ. 701· μάθημα π. χρόνῳ Πλάτ. Τίμ. 22Β. ΙΙ. ὡς τὸ λευκός, λαμπρός, καθαρός, γαλήνιος, ἔαρ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 475, 490· αἰθὴρ Εὐρ. Ὀρ. 1376· ἀὴρ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 275.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: whitishly grey, especially of hair, also of foaming seas (ep. Il., also hell.).
Other forms: adj.
Dialectal forms: Myc. poriwa n. pl. (= sg.?) /poliwa/.
Compounds: Compp. e.g. πολιο-κρόταφος with grey temples (Θ 518 a. o.), ὑπο-, ἐπι-πόλιος grizzled, mixed with grey (Anacr. resp. D.), prob. backformations (cf. ἐπιπολιόομαι below), s. Strömberg Prefix Studies 101 ff.; on μεσαι-πόλιος s. μέσος.
Derivatives: 1. Fem. πολιάς (Luc. Lex.); 2. the pl.name πόλιον n. Teucrium polium or creticum (Thphr., Nic., Dsc.), after the colour of the flower (Dsc. 3, 1 10); 3. the abstracts πολιότης f. greyness (Arist.), πολιά (from πολι-ιά) f. id., also as disease (Arist.); 4. the denomin. a. πολι-αίνομαι to become whitish, of the sea (A. Pers. 109; lyr.); b. -όομαι, -όω, also w. ἐπι-, προ-, to become, make grey (Arist.) with -ωσις f. the becoming grey (Arist.), -ωμα n. greyness (Eust.); c. -άζω to become grey (sch.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [804] *poliwo- gray
Etymology: With πολιός is perhaps the semantically exactly agreeing Arm. ali-k`, gen. ale-ac pl. the (white) crests of waves, white hair, white beard also formally identical (IE *polii̯o-, -ā), in any case closely related. As basis one may assume *πολι-Ϝός (Schwyzer 472 w. lit.); Further s. πελιδνός, πελιός. Extensively on πολιός a. cogn. Reiter Die griech. Bez. der Farben weiß, grau und braun 54ff. -- But *pl̥ii̯o- means rather *pl̥Hii̯o- which would not give πολιός (it requires rather *pol(H)ii̯o-). -- DELG writes that the word is evidently cognate with πελιός, which seems contradicted by the meaning (dunkelfarben).
Middle Liddell
πολιός, ή, όν
I. gray, grizzled, grisly, of wolves, of iron, of the sea, Il.
2. mostly of hair, gray or hoary from age, Hom.; πολιοί gray-haired men, Od., Soph., etc.:—absol., αἱ πολιαί (sc. τρίχεσ) Pind.; ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις as the gray hairs come down (i.e. from the temples to the beard), Ar.; π. δάκρυον ἐμβαλών an old man's tear, Eur.
b. metaph. hoary, venerable, Eur.
II. like λευκός, bright, clear, serene, Hes., Eur.
Frisk Etymology German
πολιός: {poliós}
Meaning: weißlich grau, bes. vom Haar, auch vom schäumenden Meere (vorw. ep. poet. seit Il., auch hell. u. sp. Prosa); myk. pariwo ?
Composita: Kompp. z. B. πολιοκρόταφος mit weißgrauen Schläfen (Θ 518 u. a.), ὑπο-, ἐπιπόλιος ergraut, mit Grau gemischt (An- akr. bzw. D.), wahrscheinlich Rückbildungen (vgl. ἐπιπολιόομαι unten), s. Strömberg Prefix Studies 101 ff.; zu μεσαιπόλιος s. μέσος.
Derivative: Davon 1. das Fem. πολιάς (Luk. Lex.); 2. der Pfl.name πόλιον n. ‘Teucrium polium od. creticum' (Thphr., Nik., Dsk. u.a.), nach der Farbe des Blütenkopfes (Dsk. 3, 1 10); 3. die Abstrakta πολιότης f. Graue (Arist.), πολιά (aus πολιιά) f. ib., auch als Krankheit (Arist. usw.); 4. die Denominativa a. πολιαίνομαι weißlich werden, von der See (A. Pers. 109; lyr.); b. -όομαι, -όω, auch m. ἐπι-, προ-, grau werden, machen (Arist. u.a.) mit -ωσις f. das Ergrauen (Arist. u.a.), -ωμα n. Graue (Eust.); c. -άζω ergrauen (Sch.).
Etymology: Mit πολιός ist vielleicht das semantisch dazu genau stimmende arm. ali-k‘, Gen. ale-ac̣ pl. ‘die (weißen) Wellen(kämme), weißes Haar, weißer Bart’ auch formal identisch (idg. *polii̯o-, -ā), jedenfalls nahe verwandt. Als Grundform kommt auch *πολιϝός in Betracht (Schwyzer 472 m. Lit.); Weiteres s. πελιδνός, πελιός. Ausführlich über πολιός u. Verw. Reiter Die griech. Bez. der Farben weiß, grau und braun 54ff.
Page 2,575-576
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=γκριζωπός, ψαρομάλλης). Ἀπό τό πελός ἤ πελλός (=μαυρόχρωμος). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη πέλεια (=ἀγριοπερίστερο).