ποιμενίς

From LSJ
Revision as of 14:07, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166

Greek Monolingual

-ίδος, η, Ν
1. νεαρό κορίτσι που βόσκει ποίμνια, βοσκοπούλα
2. η κόρη του ποιμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν, -μένος + επίθημα -ίς. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα].