ποτίταξις
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A = πρόσ-, command, injunction, τᾶς Ἀθάνας Chron.Lind.D.17.
Greek Monolingual
-άξεως, και ιων. τ. γεν. -ιος, ἡ, Α ποτιτάσσω
(δωρ. τ.) η πρόσταξη.
ιος, ἡ,
A = πρόσ-, command, injunction, τᾶς Ἀθάνας Chron.Lind.D.17.
-άξεως, και ιων. τ. γεν. -ιος, ἡ, Α ποτιτάσσω
(δωρ. τ.) η πρόσταξη.