προαποξύω
English (LSJ)
A scrape off beforehand, Gal.2.351:— Pass., ib.686, Dsc.Eup.1.166.
Greek (Liddell-Scott)
προαποξύω: ἀποξύω πρότερον, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 175.
A scrape off beforehand, Gal.2.351:— Pass., ib.686, Dsc.Eup.1.166.
προαποξύω: ἀποξύω πρότερον, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 175.