προηγουμένως

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προηγουμένως Medium diacritics: προηγουμένως Low diacritics: προηγουμένως Capitals: ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: proēgouménōs Transliteration B: proēgoumenōs Transliteration C: proigoumenos Beta Code: prohgoume/nws

English (LSJ)

Adv. part. of προηγέομαι,
A previously, Dsc.5.75.
II principally, directly, as the primary or initial action, S.E. P.2.240; opp. κατὰ συμβεβηκός, Thphr. Ign.14, Plu.Demetr.1.
2 chiefly, first, as the main or guiding principle, Zeno Stoic.1.57, Ph.2.6, al., Plu.2.653d, Arr.Epict.1.3.1, Jul.Or.8.242c; opp. ἑπομένως, Plu.2.569e; as one's main purpose, Cleom.2.2, Hermog.Id.1.1,7; opp. κατὰ περίστασιν, Arr.Epict.3.14.7; of choice, ib.3.22.67, Plot.3.8.4, 6.8.10; preferably, Archig. ap. Aët.6.8.

German (Pape)

[Seite 723] adv. part. von προηγέομαι, vorläufig; Ath. VI, 233 b, wo früher falsch προηγορευμένως stand; Plut. Demetr. 1; Luc. amor. 9; Heraclid. allegor. 24.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 primitivement, préalablement, en principe;
2 principalement, spécialement.
Étymologie: part. pf. Pass. de προηγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

προηγουμένως:
1 первоначально, предварительно, сначала, Plut.;
2 главным образом, прежде всего Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

προηγουμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. τοῦ προηγέομαι, πρότερον, Πλουτ. Δημήτρ. 1, ὁ αὐτ. 2. 653D, κτλ. ΙΙ. κυρίως, ἀπ’ εὐθείας, ἀμέσως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ συμβεβηκός, Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 14, Σέξ. Ἐμπ. π. Π. 2. 240. 2) κυρίως, μάλιστα, ἀντίθετον τῷ ἐπομένως, Πλούτ. 2. 569D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 3, 1, κτλ.· -σκοπίμως, ἐπίτηδες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ περίστασιν, αὐτόθι 3. 14, 7, πρβλ. Ἀθήν. 233Β.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. πρωτύτερα, πιο πριν («τὸν συνάντησα προηγουμένως στον δρόμο»)
αρχ.
1. απευθείας, άμεσα («ἀποκαίει... τὸ ψῡχος, οὐ προηγουμένως, ἀλλὰ κατὰ τὸ συμβεβηκός», Θεόφρ.)
2. κατ' αρχήν, για πρώτη φορά («γεγόναμεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ προηγουμένως», Αρρ.)
3. επίτηδες, σκόπιμα («τῶν πραττομένων τὰ μὲν προηγουμένως πράττεται, τὰ δὲ κατὰ περίστασιν», Αρρ.)
4. κατά προτίμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προηγούμενος, μτχ. ενεστ. του προηγοῦμαι].

Greek Monotonic

προηγουμένως: επιρρ. μτχ. του προηγέομαι, πιο πριν, προγενέστερα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[adverbial part. of προηγέομαι
beforehand, antecedently, Plut.