προηγουμένως
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
Adv. part. of προηγέομαι,
A previously, Dsc.5.75.
II principally, directly, as the primary or initial action, S.E. P.2.240; opp. κατὰ συμβεβηκός, Thphr. Ign.14, Plu.Demetr.1.
2 chiefly, first, as the main or guiding principle, Zeno Stoic.1.57, Ph.2.6, al., Plu.2.653d, Arr.Epict.1.3.1, Jul.Or.8.242c; opp. ἑπομένως, Plu.2.569e; as one's main purpose, Cleom.2.2, Hermog.Id.1.1,7; opp. κατὰ περίστασιν, Arr.Epict.3.14.7; of choice, ib.3.22.67, Plot.3.8.4, 6.8.10; preferably, Archig. ap. Aët.6.8.
German (Pape)
[Seite 723] adv. part. von προηγέομαι, vorläufig; Ath. VI, 233 b, wo früher falsch προηγορευμένως stand; Plut. Demetr. 1; Luc. amor. 9; Heraclid. allegor. 24.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 primitivement, préalablement, en principe;
2 principalement, spécialement.
Étymologie: part. pf. Pass. de προηγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
προηγουμένως:
1 первоначально, предварительно, сначала, Plut.;
2 главным образом, прежде всего Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
προηγουμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. τοῦ προηγέομαι, πρότερον, Πλουτ. Δημήτρ. 1, ὁ αὐτ. 2. 653D, κτλ. ΙΙ. κυρίως, ἀπ’ εὐθείας, ἀμέσως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ συμβεβηκός, Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 14, Σέξ. Ἐμπ. π. Π. 2. 240. 2) κυρίως, μάλιστα, ἀντίθετον τῷ ἐπομένως, Πλούτ. 2. 569D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 3, 1, κτλ.· -σκοπίμως, ἐπίτηδες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ περίστασιν, αὐτόθι 3. 14, 7, πρβλ. Ἀθήν. 233Β.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. πρωτύτερα, πιο πριν («τὸν συνάντησα προηγουμένως στον δρόμο»)
αρχ.
1. απευθείας, άμεσα («ἀποκαίει... τὸ ψῡχος, οὐ προηγουμένως, ἀλλὰ κατὰ τὸ συμβεβηκός», Θεόφρ.)
2. κατ' αρχήν, για πρώτη φορά («γεγόναμεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ προηγουμένως», Αρρ.)
3. επίτηδες, σκόπιμα («τῶν πραττομένων τὰ μὲν προηγουμένως πράττεται, τὰ δὲ κατὰ περίστασιν», Αρρ.)
4. κατά προτίμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προηγούμενος, μτχ. ενεστ. του προηγοῦμαι].
Greek Monotonic
προηγουμένως: επιρρ. μτχ. του προηγέομαι, πιο πριν, προγενέστερα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[adverbial part. of προηγέομαι
beforehand, antecedently, Plut.