Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(I)-έω, Μ πῡρ1. βάζω φωτιά, ανάβω2. (αμτβ.) μτφ. οργίζομαι. (II)-όω, ΜΑβλ. πυρώνω.