Σαμαρεύς

From LSJ
Revision as of 21:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ΜΑ
Σαμαρείτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σαμάρεια + κατάλ. -εύς (πρβλ. Χαλκιδ-εύς)].