Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
[Seite 911] τό, dim. von σμινύη (?).
σμῐνύδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 372.
τὸ, Α σμινύη
υποκορ. του σμινύη.
σμῐνύδιον: τό небольшая кирка Arph.