συγκλειστήριον

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source

Greek Monolingual

τὸ, Α
φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλείω + επίθημα -τήριον (πρβλ. δεσμω-τήριον)].

Greek Monolingual

τὸ, Α
φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλείω + επίθημα -τήριον (πρβλ. δεσμω-τήριον)].