συγκλείω

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλείω Medium diacritics: συγκλείω Low diacritics: συγκλείω Capitals: ΣΥΓΚΛΕΙΩ
Transliteration A: synkleíō Transliteration B: synkleiō Transliteration C: sygkleio Beta Code: sugklei/w

English (LSJ)

fut. συγκλείσω: Ion. συγκληΐω, fut συγκληΐσω: old Att. ξυγκλήω, fut. συγκλῄσω: Ep. aor.
A συνεκλήϊσσα Nonn. D. 48.309:—Pass., aor. συνεκλείσθην, old Att. ξυνεκλῄσθην: pf. συγκέκλειμαι Isoc.15.68, but συγκέκλεισμαι Men.670, D.S.15.63, v.l. in E.Hec. 487; old Att. ξυνκέκλῃμαι, Ion. συγκεκλήιμαι (v. infr.):—shut or coop up, hem in, enclose, Hdt.4.157, 7.41; ξυγκλήω τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν Th.8.67; πρὶν συγκλεῖσαι (sc. τοὺς ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Arist.HA533b26; αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στῆθος Id.PA654b35; συγκλείω τινὰς ἐντὸς τειχῶν Plb.1.17.8; εἰς πολιορκίαν Id.1.8.2 (Pass.); συγκλείω [θεοὺς] τῇ ὕλῃ include them in matter, Plu.2.426b; [ἡ πολεμία] δυνέκλῃε διὰ μέσου shut off and intercepted them, Th.5.64:—Pass., λίμνη συγκεκληιμένη πάντοθεν ὄρεσι Hdt.7.129; τὸ στόμα τῶν μητρέων ὑπὸ πιμελῆς -είεται Hp.Aër.21; συγκλείω εἰς στενὴν ἐντομήν D.S.1.32; ξυγκεκλῃμένη πέπλοις close muffled, E.Hec.487.
2 generally, of straits or difficulties, τινὰ εἰς ἀγῶνα Plb.3.63.3; εἰς τὸν ἔσχατον καιρόν Id.11.2.10:—Pass., συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν καιρῶν, συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν πραγμάτων, Id.2. 60.4, 11.20.7; εἰς χαλεπὸν . . συγκεκλεισμένος βίον = 'cabined, cribbed, confined', Men. l.c.
3 pit against one another, set to fight as in the lists, οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι . . ξυνέκλῃσαν E.Andr.122 (lyr.).
4συγκλείων = smith, LXX 4 Ki.24.14:—Pass., χρυσίον συγκεκλεισμένον ib.3 Ki.6.20.
II shut close, close, στόμα E.Hipp.498; ὄμμα Id.Hec.430, Ion 241; τὰ βλέφαρα X.Mem.1.4.6 (Pass.); ξυγκλήω τὰς πύλας Th.4.67; συγκλείω τὰς θύρας Aeschin.1.74; συγκλείω τὰς θυρίδας Gal.16.578: abs., σύγκλῃε = shut the doors, Ar.Ach.1096; συγκλείω τὰ δικαστήρια = close the courts, Id.Eq.1317; τὰ καπηλεῖα Lys.Fr.1.3; συγκλείω τοὺς ὀφθαλμούς close them up by blows, D.54.8:—Pass., τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλειστο And.1.48 codd. (συνεκέκλῃτο Sauppe); of bivalve fish, Arist.HA 528a16; of eyebrows, come together, Hp.Loc.Hom.3; of wounds, Dsc.Ther.2.
2 intr. in Act., ὥρας ἤδη συγκλειούσης as the season was now closing in, i.e. the days becoming shorter, Plb.18.7.3, cf. D.S.10.4; τοῦ καιροῦ συγκλείοντος εἰς χειμῶνα GDI3087.19 (Chersonesus).
III close jointly, συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων IG12.91.17.
IV συγκλείω τὰς ἀσπίδας lock their shields, X.Cyr.7.1.33: hence, abs., close up the ranks, Th.4.35; τὸ διάκενον καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν the part that was not closed up, of a gap in the line, Id.5.72.
2 connect closely together, τὰ ἀνόμοια ἁρμονίᾳ συγκεκλεῖς θαι Philol.6; ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς well linked or compacted, E.Ba.1300; ς. (sc. τὴν πόλιν) εἰς ταὐτόν Pl.Criti.117e, cf. Ti.76a, etc.; συγκλείω τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Isoc. 12.24, cf. 15.68 (Pass.):—Pass., συγκλεισθήσονται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ' ἀλλήλοις X.HG5.2.19.
V conclude, complete, λόγον, διάνοιαν, A.D.Adv.121.1, Synt.66.8:—Pass., ib.11.9.

German (Pape)

[Seite 968] ion. συγκληΐω u. συγκληΐζω, verschließen; στόμα, Eur. Hipp. 498; ὄμμα, Ion 241; συγκεκλεισμένη πέπλοις, Hec. 487; οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόνην ἔριδι στυγερᾷ συνεκλήϊσαν, Andr. 122; Her. 7, 41; λίμνη συγκεκληϊσμένη πάντοθεν, 7, 129; τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλειστο, Andoc. 1, 48; βλέφαρα ἐν τῷ ὕπνῳ συγκλείεται, Xen. Mem. 1, 4, 6; in die Enge treiben, συγκλειούσης τῆς ὥρας ἤδη, da die Zeit schon drängte, zu Ende ging, Pol. 17, 7, 3; τοὺς ὀφθαλμοὺς συγκλεῖσαι, Dem. 54, 8, so schlagen, daß die Augen vor der Geschwulst nicht aufgemacht werden können.

French (Bailly abrégé)

ao. συνέκλεισα, pf. συγκέκλεικα;
enfermer ensemble ; d'où
1 lier étroitement ensemble : τὰς ἀσπίδας XÉN joindre étroitement les boucliers les uns aux autres, càd former des rangs serrés ; abs. συγκλῄσαντες ἀπεχώρησαν THC ils se retirèrent en rangs serrés ; τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν THC le vide (dans l'armée) ; abs. fermer le passage : ἡ πολεμία ξυνέκλῃε διὰ μέσου THC le territoire ennemi fermait la route (par laquelle il fallait passer);
2 fermer, clore (les paupières, la bouche, etc.) acc. ; fig. συγκεκλῃμένη πέπλοις EUR enveloppée de voiles;
3 enfermer, ceindre, cerner, acc. : συγκλείω τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν THC serrer, entasser l'assemblée à Colonos ; enfermer, emprisonner : θεοὺς τῇ ὕλῃ PLUT les dieux dans la matière ; Pass. λίμνη συγκεκληϊμένη παντόθεν οὔρεσιν HDT lac enfermé de toutes parts par des montagnes.
Étymologie: σύν, κλείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κλείω, Att. ook ξυγκλῄω en συγκλῄω, Ion. συγκληΐω. omsluiten, insluiten, opsluiten:; ξυνέκλῃσαν τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν ze sloten de volksvergadering op in Colonus (d.w.z. ze belegden de volksvergadering in de beperkte ruimte in Colonus) Thuc. 8.67.2; pass..; συγκεκλῃμένη πάντοθεν ὑπερμήκεσι ὄρεσι = aan alle kanten ingesloten door zeer hoge bergen Hdt. 7.129.1; συγκεκλῃμένη πέπλοις omsloten door (d.w.z. gehuld in) peploi (gezegd van Hecuba) Eur. Hec. 487; afsluiten, blokkeren, (de pas) afsnijden:. ξυνέκλῃε … διὰ μέσου (vijandelijk terrein) vormde een blokkade in het midden Thuc. 5.64.4. sluiten, dichtdoen:; θανούσης ὄμμα συγκλῄσει τὸ σόν hij zal jouw ogen sluiten als jij gestorven bent Eur. Hec. 430; ὄμμα συγκλείω de (eigen) ogen sluiten (van iem. die huilt) Eur. Ion 241; abs.. σύγκλῃε doe (de deur) dicht! Aristoph. Ach. 1096. aaneensluiten, samenvoegen, verbinden: pass..; ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς netjes samengevoegd met ledemaat bij ledemaat Eur. Ba. 1300; pass..; εἰ … συγκλεισθήσονται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ’ ἀλλήλοις als ze zullen worden verbonden door onderlinge huwelijken en wederzijds grondbezit Xen. Hell. 5.2.19; οἵ σε καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι στυγερᾷ συνέκλῃσαν... die u en Hermione hebben samengebracht in een hatelijke ruzie Eur. Andr. 122; milit..; συγκλείω τὰς ἀσπίδας de schilden aaneensluiten Xen. Cyr. 7.1.33; pass..; κατὰ τὸ διάκενον καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν ter hoogte van de lege tussenruimte waar de formatie niet gesloten was Thuc. 5.72.3; ook abs. zich aaneensluiten, samenkomen:; συγκλείω εἰς ταὐτόν op hetzelfde punt samenkomen Plat. Criti. 117e; ook med..; Hp.; milit. de formatie sluiten, de gelederen sluiten.

Russian (Dvoretsky)

συγκλείω: староатт. тж. ξυγκλῄω, ион. συγκληΐω (aor. συνέκλεισα, pf. συγκέκλεικα; pass.: aor. συνεκλείσθην - староатт. ξυνεκλῄσθην, pf. συγκέκλειμαι и συγκέκλεισμαι - староатт. ξυγκέκλῃμαι, ион. συγκεκλήϊμαι)
1 запирать, затворять (πύλας Thuc.; θύρας Xen.): σύγκλειε! Arph. запри дверь!; οἱ πρὸς ἀργύριον συγκεκλεισμένοι Diod. заключенные за неуплату денег;
2 закрывать, смыкать (βλέφαρα ἐν τῷ ὕπνῳ Xen.; στόμα Eur.);
3 смыкать, соединять (τὰς ἀσπίδας Xen.): ξυγκλῄσαντες ἐχώρησαν Thuc. (лакедемоняне) сомкнутым строем отступили; τὸ διάκενον καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν Thuc. незаполненный прорыв (в боевых порядках); συγκλεῖσαι τὴν ἀρχὴν τῇ τελευτῇ Isocr. связать начало с концом; συγκλεισθῆναι ταῖς ἐπιγαμίαις Xen. быть связанными посредством браков; ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν Thuc. созывать народное собрание в Колоне;
4 окружать, оцеплять (τοὺς πολεμίους Polyb.): συγκλείω τὸ Ῥήγιον εἰς τὴν πολιορκίαν Polyb. держать Регий в осаде; συγκλεῖσαι πλῆθος ἰχθύων πολύ NT поймать множество рыбы;
5 замыкать, опоясывать, окаймлять, окружать (τὸν χῶρον ἐπ᾽ ἀμφότερα Her.; αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στῆθος Arst.): συγκεκληϊμένος πάντοθεν οὔρεσιν Her. отовсюду окруженный горами;
6 окутывать (ξυγκεκλῃμένη πέπλοις Eur.);
7 перерезать, отрезать: (ἡ πολεμία) ξυνέκλῃε διὰ μέσου Thuc. неприятельская территория посредине перерезала путь;
8 сталкивать, сшибать: συγκλείω τινὰς ἔριδι στυγερᾷ Eur. посеять между кем-л. страшную ненависть;
9 припирать, загонять, принуждать: συγκλείω τινὰ εἰς φόρους Polyb. заставлять кого-л. платить дань; συγκλείω πρὸς τὸν ἔσχατον καιρόν Polyb. доводить до крайности; συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν καιρῶν или πραγμάτων Polyb. быть вынуждаемым обстоятельствами; συγκλειούσης τῆς ὥρας Polyb. так как время не допускало промедления;
10 обрекать (τινὰ εἰς ἀπείθειαν и τὰ πάντα ὑπὸ ἁμαρτίαν NT).

English (Strong)

from σύν and κλείω; to shut together, i.e. include or (figuratively) embrace in a common subjection to: conclude, inclose, shut up.

English (Thayer)

(T WH συνκλειω (cf. σύν, II. at the end)): 1st aorist συνεκλεισα; passive, present participle συγγ(῾συν(᾿κλειόμενος, L T Tr WH; but R G ibid. perfect participle συγκεκλεισμενος; from Herodotus down; the Sept. chiefly for סָגַר and הִסְגִּיר, to shut up (Latin concludo), i. e.
a. to shut up together, enclose (so under the word σύν, II:2; but others (e. g. Fritzsche as below Meyer on συν(always intensive, as in b.): a shoal of fishes in a net, to shup up on all sides, shut up completely; τινα εἰς τινα or τί, so to deliver one up to the power of a person or thing that he is completely shut in, as it were, without means of escape: τινα εἰς ἀπείθειαν, εἰς ἀγῶνα, Polybius 3,63, 3; εἰς τοιαύτην ἀμηχανιαν συγκλεισθεις Ἀντιγονος μετεμελετο, Diodorus 19,19; οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας ἐχθροῦ, τά κτήνη εἰς θάνατον, Romans, ii., p. 545f); also τινα ὑπό τί, under the power of anything, i. e. so that he is held completely subject to it: ὑπό ἁμαρτίαν, ὑπό νόμον, with the addition of εἰς τήν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι, εἰς, B. II:3c. γ., p. 185{a} bottom.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α κλείω / κλῄω
κλείνω μαζί
αρχ.
1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.)
2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.)
3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε διά μέσου», Θουκ.)
4. (σχετικά με ενδυμασία, πέπλα κ.λπ.) σκεπάζω από όλες τις μεριές («κεῖται ξυγκεκλη
μένη πέπλοις», Ευρ.)
5. μτφ. εμπλέκω (α. «εἰς παραπλήσιον γὰρ αὐτοὺς ἀγῶνα καὶ καιρὸν τὴν τύχην συγκεκλεικέναι», Πολ.
β. «εἰς χαλεπὸν... συγκεκλεισμένος βίον», Μέν.)
6. ενεργώ ώστε να εμπλακεί κάποιος σε φιλονικία και έχθρα
7. κλείνω κάμπτοντας τα άκρα ενός αντικειμένου
8. κλείνω σφιχτά (α. «ὦ δεινὰ λέξασ', οὐχὶ συγκλήσεις στόμα;», Ευρ.
β. «τοὺς δ' ὀφθαλμοὺς συγκλεῖσαι», Δημοσθ.)
9. (απλώς) κλείνω («πρὶν ξυγκλησθῆναι πάλιν τὰς πύλας», Θουκ.)
10. (για τραύμα) επουλώνω
11. πλησιάζω προς το τέρμα, κοντεύω να τελειώσω («ὥρας ἤδη συγκλειούσης», Πολ.)
12. συμπυκνώνω («ξυγκλῄσαντες ἀνεχώρησαν εἰς τὸ ἔσχατον ἔρυμα τῆς νήσου», Θουκ.)
13. ενώνω στενά μαζί
14. τελειώνω («συγκλείειν τὸν λόγον», Απολλ. Δύσκ.)
15. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ συγκλείων
ο σιδηρουργός
16. φρ. «συγκλείω τὰς ἀσπίδας» — πυκνώνω την παράταξη.

Greek Monotonic

συγκλείω: μέλ. -κλείσω· Ιων. -κληΐω, μέλ. -κληΐσω· αρχ. Αττ. ξυγ-κλῄω, μέλ. -κλῄσω — Παθ., αόρ. αʹ συνεκλείσθην, αρχ. Αττ. θυνεκλῄσθην, παρακ. συγκέκλειμαι ή -εισμαι, αρχ. Αττ. ξυνκέκλῃμαι, Ιων. συνκεκλήϊμαι·
I. 1. κλείνω από κοινού, κλειδώνω μαζί, εγκλείω, περικλείω, συρράπτω, εσωκλείω, στενοχωρώ, σε Ηρόδ.· ἐς τόπον, σε Θουκ.· ξυνέκλῃε διὰ μέσου, τους απέκλειε και τους αναχαίτιζε, στον ίδ. — Παθ., λίμνη συγκεκληϊμένη οὔρεσι, σε Ηρόδ.· συγκεκλῃμένη, περικαλυμμένη, σε Ευρ.
2. εμπλέκω και εξεγείρω σε μάχη όπως στις κονίστρες, στον ίδ.
II. κλείνω ερμητικά, σφραγίζω, ὄμμα, σε Ευρ.· τὰς πύλας, σε Θουκ.· απόλ., σύγκλειε, κλείσε ερμητικά τις πόρτες, σε Αριστοφ.
III. 1. συγκλείω τὰς ἀσπίδας, συμπυκνώνω τις ασπίδες, δηλ. πυκνώνω την παράταξη μάχης, σε Ξεν.· απόλ., συμπτύσσω τις τάξεις του στρατεύματος, σε Θουκ. — Παθ., τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν, τμήμα που δεν είχε συμπτυχθεί, λέγεται για χάσμα στην παράταξη μάχης, στον ίδ.
2. Παθ., είμαι στενά συνδεδεμένος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλείω: μέλλ. -κλείσω· Ἰων. -κληίω, μέλλ. κληίσω· ἀρχ. Ἀττ. ξυγκλῄω, μέλλ. -κλῄσω· Ἐπικ. ἀόρ. συνεκλήισα Νόνν. Δ 18. 309. ― Παθ., ἀόρ. συνεκλείσθην, ἀρχ. Ἀττ. ξυνεκλῄσθην˙ πρκμ. συγκέκλειμαι Ἰσοκρ. 342D, ἀλλὰ -εισμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124, Διόδ. 15. 63, κτλ.˙ ἀρχ. Ἀττ. ξυγκέκλῃμαι, Ἰων. συγκεκλήιμαι (ἴδε κατωτ.). Κλείω ὁμοῦ, περικλείω, ἐγκλείω, κλείω ἐντός, κατακλείω, Ἡρόδ. 4. 157., 7. 41˙ ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸ ἱερὸν Θουκ. 8. 67˙ πρὶν συγκλεῖσαι (ἐνν. ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 14˙ αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στῆθος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 8˙ συγκλείω τινὰς ἐντὸς τειχῶν Πολύβ. 1. 17, 8˙ εἰς πολιορκίαν ὁ αὐτ. 1. 8, 2˙ συγκλείω θεοὺς ὕλῃ, περιλαμβάνω αὐτοὺς εἰς τὴν ὕλην, Πλούτ. 2. 426Β˙ [ἡ πολεμία] ξυνέκλῃε διὰ μέσου, ἀπέκλειε καὶ ἀπεχώριζεν αὐτούς, Θουκ. 5. 64. ― Παθ., λίμνη συγκεκληιμένη παντόθεν οὔρεσι Ἡρόδ. 7. 129˙ συγκλείω εἰς στενὴν ἐντομὴν Διόδ. 1. 32˙ συγκεκλῃμένη πέπλοις, περικεκαλυμμένη, Εὐρ. Ἑκ. 487. 2) καθόλου, ἐπὶ δυσχερειῶν, τινὰ εἰς ἢ πρὸς καιρὸν Πολύβ. 3. 63, 3., 11. 2, 10. ― Παθ., συγκλείεσθαι ὑπὸ καιρῶν, πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 60, 4., 11. 20 7˙ εἰς χαλεπόν... συγκεκλεισμένος βίον, περιωρισμένος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124. 3) ἐμπλέκω καὶ ἐξεγείρω εἰς μάχην, οἵ σε καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι... ξυνέκλῃσαν Εὐρ. Ἀνδρ. 122˙ πρβλ. συνέηκε μάχεσθαι Ἰλ. Α. 8. ΙΙ. κλείω στενῶς, στόμα Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 292, Εὐρ. Ἱππ. 498˙ ὄμμα ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 430, Ἴων 241˙ τὰ βλέφαρα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6˙ ξ. τὰς πύλας Θουκ. 4. 67, κτλ.˙τὰς θύρας Αἰσχίν. 11. 5˙ ἀπολ., σύγκλειε, κλεῖσον τὰς θύρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096˙ οὕτω, συγκλείω τὰ δικαστήρια, κλείω τὰ δικ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1317˙ τὰ καπηλεῖα Λυσί. Ἀποσπ. 2. 5˙ συγκλείω τοὺς ὀφθαλμοὺς Δημ. 1259. 13. ― Παθ., τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλῃτο Ἀνδοκ. 7. 26˙ ἐπὶ διθύρου ὀστρακοδέρμου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 4. 2) ὥσπερ ἀμετάβ., ὥρας ἤδη συγκλειούσης, ὅτε ἡ ὥρα ἦτο πρὸς τὸ τέλος της, δηλ. ὅτε αἱ ἡμέραι ἐγίνοντο βραχύτεραι, Πολύβ. 17. 7, 3. ΙΙΙ. κλείω ὁμοῦ, συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 17. IV. συγκλείω τὰς ἀσπίδας, συμπυκνῶ, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 3˙ ἐντεῦθεν ἀπολ., συμπυκνῶ, οἷον ὅτε στρατός τις συμπυκνοῖ τὰς τάξεις αὐτοῦ, Θουκ. 4. 35˙ τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν, τὸ μέρος τὸ ὁποῖον δὲν συνεπυκνώθη, ἔμεινε κενὸν ἢ ἀραιόν, ὁ αὐτ. 5. 72. 2) συνδέω στενῶς ὁμοῦ, ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς, συγκεκροτημένον, συμπαγές, Εὐρ. Βάκχ. 1301˙ σ. (δηλ. τὴν πόλιν) εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Κριτί. 117Ε, πρβλ. Τίμ. 76Α, κτλ.˙ συγκλείω τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Ἰσοκρ. 238Α, πρβλ. 342D. ― Παθ., συγκλεισθήσεται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ’ ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19. Πρβλ. κλείω.

Middle Liddell

fut. -κλείσω ionic -κληίω fut. -κληίσω Attic ξυγ-κλῄω fut. -κλῄσω Pass., aor1 συνεκλείσθην old Attic ξυνεκλῄσθην perf. συγκέκλειμαι or -εισμαι Attic ξυνκέκλῃμαι, ionic συνκεκλήιμαι
I. to shut or coop up, hem in, enclose, Hdt.; ἐς τόπον Thuc.; ξυνέκλῃε διὰ μέσου shut off and intercepted them, Thuc.:— Pass., λίμνη συγκεκληιμένη οὔρεσι Hdt.; συγκεκλῃμένη muffled, Eur.
2. to set together to fight as in the lists, Eur.
II. to shut close, to close, ὄμμα Eur.; τὰς πύλας Thuc.: absol., σύγκλειε shut the doors, Ar.
III. ς. τὰς ἀσπίδας to lock their shields, Xen.: absol. to close up the ranks of an army, Thuc.: Pass., τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν the part that was not closed up, of a gap in the line, Thuc.
2. Pass. to be well linked, Eur.

Chinese

原文音譯:sugkle⋯w 尋格-克累哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:共同-鎖 相當於: (סָגוּר‎ / סָגַר‎ / סָגָר‎)
字義溯源:共同關上,圈,圈住,圍繞,禁錮,交付;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κλείω)*=關)組成
出現次數:總共(4);路(1);羅(1);加(2)
譯字彙編
1) 圈(2) 羅11:32; 加3:23;
2) 都圈(1) 加3:22;
3) 圈住(1) 路5:6

Lexicon Thucydideum

claudere, to close, 4.67.4, [vulgo commonly ξυγκλεισθῆναι]
praecludere, to close in front, 5.64.4, [vulgo commonly ξυνέκλειε]
conglobari, to gather together, 4.35.1,
aciem coniungere, to join battle, 5.72.1, [vulgo commonly ξυγκλεῖσαι]. 5.72.3, [vulgo commonly ξυγκλεισθέν].
concludere (concionem), to close (an assembly), 8.67.2, [vulgo commonly ξυνέλεξαν] [cf. Popp. adn. compare Poppo's note]