συγκαταφλέγω

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A burn with or together, Ph.2.527; τὸν κόσμον Luc.Luct.14:—Pass., τῷ ἀνδρὶ σ. Plu.2.499c, cf. SIG 768.14 (Mylasa, i B.C.), Ph.2.27, Luc.Nigr.30; αὐτὸς καὶ πόλις ὁμοῦ συγκατεφλέγησαν Polyaen.7.24.

German (Pape)

[Seite 966] mit od. zugleich verbrennen, Luc. Nigr. 30.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταφλέγω: καταφλέγω, κατακαίω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Λουκ. Νιγρῖν. 30· τὸν κόσμον ὁ αὐτ. π. Πένθ. 14. ― Παθητ., σ. τῷ ἀνδρὶ Πλούτ. 2. 499C· αὐτὸς καὶ πόλις ὁμοῦ συγκατεφλέγησαν Πολύαιν. 7. 24.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. συγκατεφλέγην;
brûler ensemble ou avec ; Pass. être brûlé avec, τινι.
Étymologie: σύν, καταφλέγω.

Greek Monolingual

ΜΑ καταφλέγω
καίω συγχρόνως («ἐσθῆτα καὶ τὸν ἄλλον κόσμον συγκατέφλεξαν», Λουκιαν.).

Greek Monolingual

ΜΑ καταφλέγω
καίω συγχρόνως («ἐσθῆτα καὶ τὸν ἄλλον κόσμον συγκατέφλεξαν», Λουκιαν.).