καταφλέγω
English (LSJ)
fut. -φλέξω Il.22.512: aor. -έφλεξα Hes.Sc.18:—burn up, consume, πυρί Il.cc., cf. Arist.Mu.400a31 (v.l. προς-), Plu. Caes.68, Diog.Oen.38, etc.; of a caustic drug, Paul.Aeg.6.31: metaph., of love, θεὸς ἄνδρα κ. AP5.9 (Alc.):—Pass., to be burnt, aor. 1 -εφλέχθην Th.4.133, D.S.8 Fr.11, Philostr.VA8.15: aor. 2 -εφλέγην J.AJ13.4.4, D.Chr.46.1.
French (Bailly abrégé)
brûler, consumer, acc..
Étymologie: κατά, φλέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-φλέγω in brand steken, verbranden.
German (Pape)
niederbrennen, verbrennen; πάντα καταφλέξω πυρί Il. 22.512; Hes. Sc. 18; Sp., wie Plut. Caes. 68; Alcaeus 4 (V.10) von der Liebe; so übertragen andere Spätere, die auch das pass. haben.
Russian (Dvoretsky)
καταφλέγω: (inf. aor. pass. καταφλεχθῆναι) (тж. κ. πυρί Hom., Hes.)
1 сжигать (πάντα Hom.; κώμας Hes.; τὰς τριήρεις Plut.);
2 жечь (огнем любви) (ἄνδρα Anth.).
English (Autenrieth)
fut. -ξω: burn up, consume; πυρί, Il. 22.512†.
Spanish
abrasar, consumir completamente
Greek Monolingual
(AM καταφλέγω)
(επιτ. του φλέγω)
1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ
2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω
(«τον καταφλέγει ο έρωτας»)
μσν.
1. καταδικάζω, τιμωρώ
2. πυρώνω
μσν.-αρχ.
προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζω
αρχ.
μτφ. κεραυνοβολώ, καταρρίπτω, καταβάλλω κάποιον σαν κεραυνός.
Greek Monotonic
καταφλέγω: μέλ. -ξω, καίω, αφανίζω, κατακαίω, πυρί, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. — Παθ., κατακαίγομαι, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
καταφλέγω: καίων καταβάλλω, διὰ τῆς φλογὸς ἀφανίζω, κατακαίω, ὁ Σουΐδ. «ἐφλέγετο γὰρ οὐ κατεφλέγετο», δηλ. καὶ ἐκαίετο πυρί, οὐ κατεκαίετο δέ, ἐν λ. πυράφλεκτος· πυρὶ Ἰλ. Χ. 512, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 18· ἀράμενοι δαυλοὺς διαπύρους ἔθεον ἐπὶ τὰς οἰκίας… καταφλέξοντες Πλουτ. Καῖσ. 68, κτλ.· μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 10· πρβλ. καταφέγγω ·- Παθ., κατακαίομαι, Θουκ. 4. 133· καταφλεχθῆναι Διοδ. Ἐκλογ. 459. 67· καταφλεγῆναι Δίων Χρυσόστομ. 46, 518· μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Εὐμάθ. 266, Φιλόστρ., κτλ. ΙΙ. καταρρίπτω ὡς διὰ κεραυνοῦ, καταβάλλω, κ. καὶ καταβροντᾷ τοὺς ῥήτορας (κοινῶς: καταφέγγει) Λογγῖν. 34. 4 πρβλ. καταβροντάω.
Middle Liddell
fut. ξω
to burn down, burn up, consume, πυρί Il., Hes., etc.:—Pass. to be burnt down, Thuc.
Léxico de magia
abrasar, consumir completamente como acción de la divinidad ὁρκίζω σε τὸν τῶν αὐχενίων γιγάντων τοῖς πρηστῆρσι καταφλέξαντα te conjuro por el que abrasó a los soberbios gigantes con huracanes P IV 3059 Ζμύρνα, Ζμύρνα, ... ἡ καταφλέξασα τὸ ἕλος τοῦ Ἀχαλδα Mirra, Mirra, la que consumió el pantano de Acalda P XXXVI 336