συναιχμαλωτίς

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

German (Pape)

[Seite 997] ίδος, ἡ bes. fem. zum Folgdn.

Greek (Liddell-Scott)

συναιχμαλωτίς: -ίδος, οὐχὶ συναιχμάλωτις, ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ συναιχμάλωτος, Κόνων. Διηγήσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. σελ. 133, 8. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 340-1.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. συναιχμάλωτος.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. συναιχμάλωτος.