συναποκλείω

Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A shut up altogether, LXX 1 Ki.1.5,6 cod. A.

German (Pape)

[Seite 1002] mit verschließen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκλείω: ἀποκλείω ὁλοσχερῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 6 κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κώδ.).

Greek Monolingual

ΜΑ
αποκλείω εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῑς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.).

Greek Monolingual

ΜΑ
αποκλείω εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῑς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.).