συμβία
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, late word for σύμβιος (ἡ),
A wife, PLond.3.978.19 (iv A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
συμβία: ἡ, ἐν μεταγενεστ. ἐπιγρ. ἀντὶ σύμβιος (ἡ), ἡ σύζυγος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5870, 8767, 9297, ἴδε σύμβιος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
η σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αρχ. επιθ. σύμβιος].
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
η σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αρχ. επιθ. σύμβιος].