συμπενθεριάζω
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
Greek (Liddell-Scott)
συμπενθεριάζω: ὡς καὶ νῦν, ἔρχομαι εἰς ἐπιγαμίαν, μετά τινος Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 87, 86.
Greek Monolingual
Μ
βλ. συμπεθεριάζω.