σύμφυρση

Revision as of 20:29, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Greek Monolingual

η /σύμφυρσις, -ύρσεως, ΝΜΑ συμφύρω
1. συμφυρμός
2. (κατ' επέκτ.) σύγχυση («καθαροὺς ποιεῖν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).

Greek Monolingual

η /σύμφυρσις, -ύρσεως, ΝΜΑ συμφύρω
1. συμφυρμός
2. (κατ' επέκτ.) σύγχυση («καθαροὺς ποιεῖν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).