συμφυρμός

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

German (Pape)

[Seite 993] ὁ, das Durcheinanderkneten, Vermischen, LXX.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ συμφύρω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμφύρω, άτακτη ανάμιξη διαφόρων πραγμάτων, ανακάτωμα, κυκεώνας
νεοελλ.
γλωσσ. το φαινόμενο κατά το οποίο δύο λέξεις σημασιολογικά συγγενείς αναμιγνύονται και δημιουργούν μια νέα λέξη, όπως λ.χ. η λέξη δίχως είναι αποτέλεσμα συμφυρμού τών λέξεων δίχα και διχώς
αρχ.
σύγχυση.