συναπόδημος
German (Pape)
[Seite 1002] mit, zugleich abwesend, Arist. pol. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon de voyage en pays étranger.
Étymologie: σύν, ἀπόδημος.
Greek Monolingual
ὁ, Α ἀπόδημος
1. ακόλουθος αυτοκράτορα
2. στον πληθ. οἱ συναπόδημοι
αυτοί που αποδημούν μαζί, οι από κοινού απόδημοι.
Greek Monolingual
ὁ, Α ἀπόδημος
1. ακόλουθος αυτοκράτορα
2. στον πληθ. οἱ συναπόδημοι
αυτοί που αποδημούν μαζί, οι από κοινού απόδημοι.
Russian (Dvoretsky)
συναπόδημος: ὁ находящийся (вместе с кем-л.) за границей Arst.